United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ράβδω την δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μέλλουσαι να μεταλάβωσι την επαύριον, παραμονήν των Χριστογέννων. Η θειά το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση οιονεί με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.

Τότε οι μαθηταί Του όλοι, και αυτός ο φλογερός Πέτρος, και αυτός ο επιστήθιος Ιωάννης, τον εγκατέλιπον και έφυγον. Φαίνεται ότι είχεν εγερθή αποτόμως εκ του ύπνου, διότι ήτο κεκαλυμμένος μόνον διά σινδόνος ή νυκτικής οθόνης, με την οποίαν εκοιμάτο. Αλλ' οι άνθρωποι της σπείρας τον έδραξαν από την σινδόνα, κ' εκείνος τρομάξας άφησε την σινδόνα, και έφυγε γυμνός, ήτοι μόνον με τα εσωτερικά ενδύματα.

Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε κ' ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον τόσον λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η χωρική, περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις τα φώτα και την χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον οποίον πάντοτε έλεγεν, η αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την φωτίζη αυτήν, — εκείναι όλαι αι ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να μαραίνωνται και να πίπτωσι καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του πένθους πάλιν και της απογνώσεως, ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα, όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν ολίγον, να πρασινοβολήσωσι.

Κατ' άλλας πάλιν αποδείξεις, περιβεβλημένας πάσαν αυθεντίαν, πιστοποιείται ότι δήθεν νεκροί ου μόνον μετεκινήθησαν εν τω φερέτρω, αλλά και κατώρθωσαν να σχίσωσι την νεκρικήν σινδόνα. Τινές τούτων ευρέθησαν εις ου μικράν απόστασιν από του φερέτρου, εκπνεύσαντες επί των βαθμίδων του νεκρικού υπογείου.

Η Φραγκογιαννού έβγαλεν από το καλάθι της το παλαιόν κιτρινωπόν χράμι, το μάλλινον, το οποίον είχε διά να τυλίγεται όταν ήθελε να κοιμηθή και δεν είχεν ύπνον, εσηκώθη ορθή, ανεπέτασε την μαλλίνην σινδόνα, κι' άρχισεν εκθύμως να την σείη. Έκαμνε σήματα, απηλπισμένα σήματα προς τους ναυτίλους, να έλθουν να την επάρουν μαζύ των.

Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν. Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας. — Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.

Διότι ήτο διωγμός εναντίον των εκ μέρους των συγγενών του μακαρίτου, και άλλαι ακόμη σκευωρίαι και ραδιουργίαι. Έστρωσαν σινδόνα και βελέντζαν διά τον Σταμάτην, επί του μικρού σανιδώματος, άνω των τριών ή τεσσάρων βαθμίδων του μικρού πατώματος. Αυταί επλάγιασαν εντεύθεν της θύρας, της μη εχούσης θυρόφυλλα, επί του ιδίου δαπέδου.

Χωρίς να χάση στιγμήν, επειδή το Σάββατον επέκειτο, ο Ιωσήφ ηγόρασε καθαράν σινδόνα, και αποκαθήλωσε το σώμα από του Σταυρού. Εν τω μεταξύ το παράδειγμά του προσείλκυσε και τον άδολον αλλά δειλόν Νικόδημον, του οποίου η καρδία ενεπλήσθη συμπαθείας και τύψεως, και έτρεξε προς τον Σταυρόν Εκείνου με προσφοράν μεγαλοδωρίας βασιλικής.

Αλλ' ουδέν εκ τούτων είμαι, και αρκούμαι επομένως οδυρομένη και εγώ διά τον αιφνίδιον αυτόν και φοβερόν χειμώνα, όστις μας περιετύλιξε διά μιας εις σινδόνα λευκήν, και εσαβάνωσεν ούτως ειπείν τας εφετεινάς απόκρεω, πριν ακόμη ξεψυχήσωσι.

Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλειτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν, ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.