United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος είχεν αποβάλει την μαλλίνην ποιμενικήν ενδυμασίαν· διά να τον καλοπιάση δε η μητέρα του τον ενέδυσε με τα καλλίτερα ενδύματα του πατρός του, τα οποία όμως του ήρχοντο ολίγον στενόχωρα, καίτοι ο Σαϊτονικολής ήτο υψηλός και εύρωστος. Ούτω έκαμε την επίσημον εμφάνισίν του εις το χωριό. Και είδα μεν οποία υπήρξεν η πρώτη εντύπωσις και πως από του θαυμασμού η Σπυριδολενιά την έτρεψεν εις χλεύην.

Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν. Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας. — Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.

Η Φραγκογιαννού έβγαλεν από το καλάθι της το παλαιόν κιτρινωπόν χράμι, το μάλλινον, το οποίον είχε διά να τυλίγεται όταν ήθελε να κοιμηθή και δεν είχεν ύπνον, εσηκώθη ορθή, ανεπέτασε την μαλλίνην σινδόνα, κι' άρχισεν εκθύμως να την σείη. Έκαμνε σήματα, απηλπισμένα σήματα προς τους ναυτίλους, να έλθουν να την επάρουν μαζύ των.

Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλειτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν, ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.

Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμαίς πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή, ισταμένη παρά την θύραν.