United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ενθυμήθη ότι το κλειδί το είχεν αφήσει η Λελούδα εις της Κουμπίνας, ακριβώς εις τον ανατολικόν θάλαμον, όπου ευρίσκετο τώρα αυτή. Το είχε κρεμάσει εις καρφί, υποκάτω στα εικονίσματα. Η Σεραϊνώ ανέβλεψε και το είδεν υπό το φως του κανδηλίου. Έκαμεν ακουσίαν χειρονομίαν να το λάβη. Είτα εκρατήθη, κ' είπε: «Καλύτερα, ας έλθη, να της το ζητήσω».

Έ! ύστερα απ' αυτά, τι ήθελε; να της κάμω όταν μας παρουσιάστηκε στο τραπέζι; Να μη τη μαλώσω;... Προχτές πάλι είχε μαδήσει όλα τα λουλούδια του κήπου και άλλ' απ' αυτά είχε χώσει στα μαλλιά της, άλλα είχε φορτώσειξέρω γω πώς το κατάφερε; — στ' αυτιά της, σ' όλο το πρόσωπό της, άλλα είχε κρεμάσει κοντά κοντά σ' όλο το φόρεμά της. Είτανε μια φρίκη να την έβλεπε κανείς έτσι στολισμένη.

Εάν δεν είχαν κρεμάσει τον Παγγλώσση, είπεν ο Αγαθούλης, θα μας έδινε καλή συμβουλή σ' αυτή μας την απόγνωση, γιατί τανε μέγας φιλόσοφος. Τώρα που λείπει, ας συμβουλευτούμε τη γριά. Ήτανε πολύ μυαλωμένη κι άρχισε να λέγη τη γνώμη της, όταν μια άλλη θύρα ανοίγει. Ήτανε μια μετά τα μεσάνυχτα, άρχιζε η Κυριακή. Αυτή η μέρα ανήκε στο σεβασμιώτατο Ιεροξεταστή.

Στην κουζίνα είχε φως, όχι όμως το λαμπρό φως όπως στο σπίτι της Γκριζέντα, αλλά ένα πένθιμο λυχνάρι πάνω από τον αρχαίο πάγκο, στη μέση ενός πυκνού σκοταδιού. Όχι, τίποτε δεν είχε αλλάξει: όλα ήταν νεκρά ακόμη. Και ο Έφις σκέφτηκε με πόνο: «Δεν πρέπει να είναι αλήθεια ότι η ντόνα Νοέμι είπε το ναιΕνστικτωδώς προσπάθησε να κρεμάσει το δισάκι στο κρεμαστάρι, αλλά το κρεμαστάρι δεν υπήρχε.

Μετ' ολίγον επανήρχισα τον γύρον της φυλακής μου και, όχι χωρίς κόπον, έφθασα τέλος εκεί όπου είχα κρεμάσει το κουρελάκι. Κατά την πτώσιν μου είχα μετρήσει 52 βήματα και αφ' ης στιγμής επανήρχισα την πορείαν ηρίθμησα έτερα 48, μέχρις ότου επανεύρον το κουρελάκι, ήτοι το όλον εκατόν βήματα.

Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλειτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν, ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.

Η οργή του Έφις τάραξε την ηρεμία του τόπου. «Πες μου αμέσως πώς πάνε τα πράγματα με τον ντον Τζατσίντο.» Η τοκογλύφος ανασήκωσε τα άτριχα φρύδια της και τον κοίταξε ήρεμα. «Εκείνος σε στέλνει;» «Ο δήμιος που θα σε κρεμάσει με στέλνει! Μίλα, και γρήγορα μάλιστα

Και όλοι ωμίλουν συγχρόνως, δυνατώτερα όμως όλων των άλλων εφώναζεν ο Μαναή. Ο Βιτέλιος τους διεβεβαίωσεν ότι οι κακούργοι θα τιμωρηθούν. Κραυγαί και βλασφημίαι αντήχησαν απέναντι του πυλώνος, όπου οι στρατιώται είχον κρεμάσει τας ασπίδας των. Επειδή δε είχον καταστραφεί τα περικαλύμματά των, εφαίνετο επάνω, από το πρόσθιον μέρος αυτών η μορφή του Καίσαρος.

Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.