Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Έκαστος έφερεν ένα λίβελλον εκ των σκληρών ψόγων κατά της πτωχής παιδίσκης. Η αγορά και η πώλησις. Την νύκτα, την μετά την αυτήν εκείνην ημέραν, καθ' ην συνέβησαν τα ανωτέρω εκτεθέντα, δύο άνδρες οδοιπόρουν εν μέσω δάσους πιτύων, οκτώ ή δέκα μίλια μακράν της Μονεμβασίας. Φθάσαντες εις μέρος τι επίπεδον, κατέβησαν από των υποζυγίων εφ' ων εκάθηντο και ήρχισαν να συνομιλώσιν.

Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.

Την πρωίαν εκείνην μ' εξύπνησεν ευτυχή σχεδόν ως σατράπην, τον οποίον χαιρετίζει λίαν πρωί η περιπαθής μουσική των αυλών και των εγχόρδων, η φωνή της μικράς γειτονοπούλας μου Ξενιάς, πενταετούς παιδίσκης, ψαλλούσης με παιδικήν δροσεράν φωνήν το δημώδες παλαιόν δίστιχον: Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό, με κόκκινη παντιέρα και με χρυσό σταυρό.

Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβυσε και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά διδασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύη τα μάγια. Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας της εν αδημονία. — Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!... — Δεν είνε τίποτε, Ουρανία· μάζωξέ τα να τα πετάξης έξω. — Εγώ κυρία, να τα πιάσω, με τα χεράκια μου!;

Ουδέ πιθανόν ήτο να συναντήσωμεν άνθρωπον καθ' οδόν την ώραν εκείνην της Κυριακής, πλην εάν μακρόθεν εφαίνετο ως σκιά κανέν κρυπτόμενον εις την διάβασίν μας βοσκόπουλον ή αν διεκρίνομεν όπισθεν των πυκνών θάμνων κάπου το ίνδαλμα παιδίσκης τινός βοσκοπούλας, που να εξαφνίζετο και να εφάνταζε κάπου ως ζωντανόν σκιάχτρον.

Ούτος ησθάνθη τότε τοσαύτην ορμήν παραφόρου αγανακτήσεως, ώστε μικρού εδέησε να κατενέγκη επί των ώμων αυτού σφοδρόν κτύπον, όστις έμελλε να τον αποστείλη προς συνάντησιν του αθώου εκείνου μικρού πλάσματος. Αλλ' εκράτησε την χείρα του συλλαβών αίφνης σκέψιν τινά. Ο κρότος της πτώσεως της μικράς παιδίσκης, ον είχεν ακούσει, δεν ήτο σκληρός, οίος ο επί αντιτύπου σώματος.

Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη, ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η παιδίσκη απέθανεν. Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από απελπισίαν. Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος.

Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης.

Άγνωστος, και Γαλιλαίος, ανεχαιτίσθη εις την θύραν υπό της παιδίσκης της θυρωρού. Καλλίτερον, πολύ καλλίτερον, ο αποκλεισμός του να ήτο οριστικός. Διότι ήτο νυξ ταραχής, τρόμου και υποψίας· και ο Πέτρος ήτο ασθενής, και η σφοδρά αγάπη του ήτο μεμιγμένη μετά φόβου, και όμως ερριψοκινδύνευεν εντός αυτής της φωλεάς των ασπόνδων εχθρών.

Ησυχίας γενομένης, έλαβε μεθ' εαυτού τον πατέρα και την μητέρα της παιδίσκης και τους τρεις Αποστόλους Του, και εισήλθον εις τον νεκρώσιμον θάλαμον. Τότε οι γονείς «εξέστησαν εκστάσει μεγάλη», ο δε Ιησούς εκέλευσεν, όπως δώσωσιν αυτή να φάγη, και συνέστησεν αυτοίς εχεμυθίαν διά το γεγονός.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν