United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω. Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρυγήση, αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.

Εγώ ενόμισα ότι και οι δώδεκα ουρανοί κατεκρημνίσθησαν επί της πτωχής κεφαλής μου, και η φοβερά των υελίνων τεμαχίων σύγκρουσις σπαράσσουσα διαρκώς την ακοήν μου με κατέστησε τόσον νευρικόν, ώστε σχεδόν κατέπιπτον λιπόθυμος. Δεν ηξεύρω πόσην ώραν επεριπάτουν μετ' αυτού, ουδέν ακούων, και μάλλον υπό της επηρείας φοβερού τίνος γαλβανισμού, παρά υπό των δυνάμεών μου κινούμενος.

Και δόξα τω Θεώ, είμαι εις θέσιν να το κάμω, και ούτε αδικώ κανένα κατόπιν μου, αν κάμω όσον ζω την ευχαρίστησίν μου. Και τι ευχαρίστησις μου απέμεινε της πτωχής, παρά να βοηθώ όσον ημπορώ τους άλλους. Άφησέ τα, Γιάννη, αυτά! Να σ' αξιώση ο Θεός να ιδής το φως σου, και τότε θα είμαι με το παραπάνω πληρωμένη, αν σου έκαμα και τίποτε! — Δεν θα ιδώ το φως μου! εψιθύρισεν ο γέρων.

Άλλη μέριμνα της πτωχής γρηάς! Έπρεπε να κάνη καλωσύνη μέχρις ου πατήση η άνοιξις.

Τι είμεθα, πόθεν ερχόμεθα, ποία έσται η μέλλουσα ημών τύχη; Τοιαύτα ζητήματα, αδιάλυτα εν τω ανθρωπίνω εγκεφάλω, ως ο κηρός εν τω ύδατι, επειράτο να λύση. Εν τούτοις η κόμη της πτωχής Ιωάννας έμενεν ακτένιστος και οι οδόντες αργοί· οι οφθαλμοί ήσαν ερυθροί υπό της αϋπνίας, το πρόσωπον ωχρόν και οι όνυχες μαύροι.

Έν απόγευμα, η Διαμαντηρείζενα συνέβη ν' ανακαλύψηανήκουστον πράγμαένα κοριόν έρποντα επί της ψάθας, προϊόν μη έχον δικαίωμα εισόδου εις την οικίαν. Υπώπτευσεν αμέσως ότι το ζωύφιον θα είχε πέσει από το φόρεμα μιας πτωχής γειτόνισσας, ήτις προ μικρού είχεν έλθει να ζητήση εν δοχείον ελαίου δανεικόν.

Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ.

Μεταξύ τούτων, ενοικίασαν τον οικίσκον πτωχής γυναικός, διά να κατοικήση ο άρρωστος, είτα και οι γονείς του. Ο φθισικός, και αν δεν ηδύνατο να σηκωθή διά να παρευρεθή εις τον γάμον, θα έβλεπε διά του παραθύρου τον μέγαν χορόν, όστις θα εχορεύετο επί της πλατείας, εις το ύπαιθρον, μετά το γαμήλιον γεύμα. Ήτον ήδη περί τας αρχάς του θέρους.

Ακολούθως δε παρεκάλεσε τους γονείς του να στέλλωσι δι' αυτού καθ' ημέραν εις την μητέρα του Κώστα έν ψωμίον, υποσχόμενος ότι αυτός θέλει τρώγει εις το εξής ολιγώτερον, και ότι συγχρόνως θέλει προσέχει τα ενδύματά του περισσότερον, όπως οικονομώσι τοιουτοτρόπως οι γονείς του το ψωμίον της πτωχής οικογενείας.

Ήτον έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι' υποθέσεις εις την μικράν νήσον. Άμα εισελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας και θάρρους εις το λογιστήριόν, όπου ίστατο ο κυρ-Μαργαρίτης. — Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; . . . Τ' είν' αυτό; είπεν, ιδών πρόχειρον επί του λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας. Και λαβών τούτο εις χείρας·