United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά δεν υπώπτευσεν ότι η οργή αυτής ήτο προσποιητός. Ουδ' είχε παρατηρήσει ότι εφρόντιζεν εκείνη να κρύπτη το ήμισυ του σώματός της, το δελφινοειδές, εντός των κυμάτων. Τούτο προσεκτικός παρατηρητής ήθελεν εκλάβει ως φιλαρέσκειαν. Αλλά δεν επιτρέπεται εις τους θνητούς να τηρώσι την αταραξίαν αυτών επί παρουσία των αθανάτων, και άνευ αταραξίας δεν δύναταί τις να είνε παρατηρητής.

Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση. Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του.

Έν απόγευμα, η Διαμαντηρείζενα συνέβη ν' ανακαλύψηανήκουστον πράγμαένα κοριόν έρποντα επί της ψάθας, προϊόν μη έχον δικαίωμα εισόδου εις την οικίαν. Υπώπτευσεν αμέσως ότι το ζωύφιον θα είχε πέσει από το φόρεμα μιας πτωχής γειτόνισσας, ήτις προ μικρού είχεν έλθει να ζητήση εν δοχείον ελαίου δανεικόν.

Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον και εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος. Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και εξήλθε κατόπιν του.

Όταν επαρουσιάσθη εις την σπιτονοικοκυράν ο Βαγγέλης διά να ενοικιάση το δωμάτιον, επαρουσιάσθη ως μπεκιάρης και ως μέλλων να ζη μοναχός του. Ύστερ' από λίγας ημέρας της λέγει έξαφνα, ότι έχει μίαν γυναίκα και σκέπτεται να την φέρη εδώ. Η κυρά Γιάνναινα αμέσως υπώπτευσεν, ότι θα είχε καμμίαν «λεγάμενη». — Αυτά δεν τ' ακούω εγώ, του λέγει· εσύ μου είπες πως είσ' εργένης· για εργένη σ' έβαλα.

Ο Καραϊσκάκης, αν και δεν ήτον εις το μέρος όπου εγίνετο η συμπλοκή, υπώπτευσεν όμως εκείνο το οποίον και τω όντι είχε συμβή και έδραμε διά να φροντίση να μετακομισθή το κανόνιον εις τόπον ασφαλή.

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Προ του γάμου της η Χαδούλα είχεν αρχίσει να κλέπτη απ' ολίγα ολίγα εκ των χρημάτων του πατρός της απ' ολίγους παράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη, ούτε το υπώπτευσεν εκείνος. Μόνον δύο φοράς είχεν εννοήσει ο ίδιος ότι είχε κάμει εσφαλμένον τον λογαριασμόν του μικρού θησαυρού του.

Ο Καραϊσκάκης μαθών μετά τινας ημέρας, ότι οι εις Ταλάντι αποβάντες Ολύμπιοι ενικήθησαν κ' εδιώχθησαν, υπώπτευσεν ότι ο Μουσταφάμπεης θέλει κινηθή κατά του υπό την οδηγίαν του Γαρδικιώτου Γρίβα και Νάκου Πανουργιά σώματος, τοποθετημένου εις Δίστομον και Αράχωβαν, διά να το καταστρέψη και ούτω να επέλθη με περισσοτέραν δύναμιν και τόλμην κατά του Καραϊσκάκη.

Φαίνεται ότι επρόκειτο, καθώς υπώπτευσεν εκ των όσα ήκουσεν ο εύθυμος γέρων, «για να κλέψουν ή την Σοφιά ή τη Λουκρητία». Εγίνοντο δηλαδή μελέται περί απαγωγής της μίας των δύο αδελφών υπό των ερωτύλων ή των «κυνηγών» εκείνων. Και εις τα συμβούλια ταύτα ήτο παρών, ως εμαρτύρει ο Καρδοπάκης, και είς των νεωτέρων συγγενών του μακαρίτου Αγάλλου, ανεψιός του εξ αδελφού.