United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ εφρόντιζεν επιμελώς να εκτελέση την επίπονον αυτήν εργασίαν και ήτο το πρόσωπόν της καταπόρφυρον ως κόκκινον μήλον, έρριπτε και έν βλέμμα κρυφόν και εις τον πολυαγάπητον αδελφόν της μετά τινος δυσεξηγήτου αισθήματος περιεργαζομένη τούτον, ότε η γραία θέλουσα να γελάση. — Νά ο Σκαλικάτζαρος! εφώναξε.

Ο ζων εις τοιούτον πλούτον, τρυφήν και πολυτέλειαν απόλυτος μονάρχης των Περσών δεν εφρόντιζεν ούτε περί της δυστυχίας του λαού του, ο οποίος τόσα υφίστατο βάρη ένεκα του πολέμου, ούτε περί της καταστροφής του στρατού του, ενόσω υπήρχαν άνθρωποι δουλεύοντες αυτόν.

Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροίκαι να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.

Οσάκις νέον διδακτικόν βιβλίον εισήγετο εις την τάξιν, πρώτος αυτός υπελόγιζε, πότε έμελλε να τελειώση η διδασκαλία του, αριθμών τας σελίδας και τα υπολειπόμενα μαθήματα, διαιρών και πολλαπλασιάζων, όχι, εννοείται, δι' εαυτόν, διότι ολίγον εκείνος περί τούτου εφρόντιζεν, αλλά δι' ημάς τους ανοήτους, ως μας, έλεγεν, εις τους οποίους και μετέδιδεν αμέσως των υπολογισμών του το πόρισμα.

Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγή τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων, ότι την φοράν ταύτην, επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίση διά την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτον φιλότιμος, και είχε να ζήση, και δεν είχεν ανάγκην να διορίση εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια.

Ενώ περί πάντων των φίλων της εφρόντιζεν, ουδενός ωρέγετο υπέρ εαυτής η Ιωάννα ή, μάλλον, ό,τι ωρέγετο μόνον παρά της Παναγίας ετόλμα να ζητήση, ικετεύουσα την ελεήμονα Παντάνασσαν να βραβεύση όσον τάχιστα τας αρετάς του αγίου Πάπα Λέοντος, μεταθέτουσα αυτόν εις καλυτέραν ζωήν. Αχάριστος και ασεβής η ευχή εις την θεοτόκον αποτεινομένη!

Έτσι θέλουν αυτοί! έλεγεν ο κ. δήμαρχος προς την Μιλάχρω εκείνας τας ημέρας. Όσον δι' άδειαν επισκοπικήν, ολίγον εφρόντιζεν. Ηδύνατο αυτός να στεφανώση και ξεστεφανώση πολλούς τέτοιους σε μια βραδυά, φθάνει μόνον να προέκυπτεν αγαθόν εις το χωρίον.

Δεν εφρόντιζεν αν την ίδουν πλέον, καθόλου δεν εφρόντιζεν· αυτή ήθελε να ίδη. — Δεν ένε· είπεν αίφνης, χαμηλοφώνως. Κ' επανέπεσεν οπίσω επί των ποδών της. Έμεινε δ' εκεί, ελαφρώς πελιδνή την όψιν και πεισμωμένη, το βλέμμα κρατούσα προσηλωμένον επί ενός στάχυος, του οποίου η κεφαλή εταλαντεύετο εις το φύσημα του ανέμου.

Αλλά δεν υπώπτευσεν ότι η οργή αυτής ήτο προσποιητός. Ουδ' είχε παρατηρήσει ότι εφρόντιζεν εκείνη να κρύπτη το ήμισυ του σώματός της, το δελφινοειδές, εντός των κυμάτων. Τούτο προσεκτικός παρατηρητής ήθελεν εκλάβει ως φιλαρέσκειαν. Αλλά δεν επιτρέπεται εις τους θνητούς να τηρώσι την αταραξίαν αυτών επί παρουσία των αθανάτων, και άνευ αταραξίας δεν δύναταί τις να είνε παρατηρητής.

Και πέραδώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη και χρώματα μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα φύσεως αγνώστου και ζωής. Αλλά για εκείνα δεν εφρόντιζεν ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν εμπρός του και δεν έφευγε πλέον. Έρριχνεν αδιάκοπα στο δίχτυ του. Τόρα τάχα σε τι θα παραπονεθή ο Πίπιζας;