United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο αποτόμως να κεράση, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν «να το κάμη φόρα» προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανή φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά.

Προ πάντων επέμεινεν ο Κεχαγιάμπεης, ων φιλότιμος και επιστηριζόμενος εις την προς αυτόν αγάπην του Κιουταχή. Την επομένην ημέραν, πριν ακόμη ανατείλη ο ήλιος, ο Καραϊσκάκης ετοποθέτησε περί τους εχθρούς όλον το Ελληνικόν στράτευμα, το οποίον δεν τους άφινε πλέον ουδέ κεφαλήν να προβάλωσιν έξω από το οχύρωμά των.

Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγή τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων, ότι την φοράν ταύτην, επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίση διά την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτον φιλότιμος, και είχε να ζήση, και δεν είχεν ανάγκην να διορίση εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια.

Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της.

Ο Καραϊσκάκης βλέπων ότι η δύναμις των εχθρών κατέστη σημαντική και υποθέτων ότι ο Μουσταφάμπεης, Αλβανός πολεμιστής και φιλότιμος, έμελλεν αφεύκτως να κινηθή κατά του στρατοπέδου αυτού των Ελλήνων, διέταξε και κατεσκευάσθη διά νυκτός έν οχύρωμα εις την πλευράν του στρατοπέδου την βλέπουσαν προς Δομπραίναν επί των ερειπίων παλαιού τινος τείχους και εσύστησε τας αναγκαίας περί το στρατόπεδον φυλακάς.

— Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η Θωμαή, κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον. Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ δεν ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν εκείνο το τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή.

Ευρίσκετο λοιπόν εις στερήσεις ο γέρων. Η Ξενιώ, φιλότιμος, ήρχισε να στενοχωρήται, ήρχισε να φοβήται ότι του δίδει βάρος, και ηλάττωσε τας επισκέψεις της. Άλλως δε και η ανεψιά του γέροντος η υπηρετούσα αυτόν, μία γερόντισσα παράξενη, όλο και για τας ανάγκας των της ωμιλούσε. — Τι να σου κάμη και το Απομαχικό! Το σπίτι θέλει έξοδα, παιδί μου! Δυο στόματα, τι θέλουμε να φάμε!