United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.

Κ' οι Μεθυμνιώτες λοιπόν, που έχαναν όχι λίγα πράγματα, εζητούσαν το γιδάρη· κι αφού βρήκανε το Δάφνη, τον εχτυπούσαν και τον εγύμνωναν. Και κάποιος μάλιστα, κρατώντας σκυλολούρι του πισταγκώνιαζε τα χέρια για να τόνε δέση. Φώναζε ο Δάφνης, που τον εχτυπούσαν και παρακαλούσε τους χωριάτες και πρώτα-πρώτα το Λάμωνα και το Δρύαντα έκραζε βοήθεια.

Σχολείου του βλέποντος προς μεσημβρίαν ακριβώς. Τη βοηθεία της μεριδιάνας εκείνης εκανόνιζεν έκτοτε ο ελληνοδιδάσκαλος το ωρολόγιόν του.

Ήταν παραμονή μεγάλη, και την άλλη μέρα θα ξημέρωναν Χριστούγενα, — βοήθεια μας! Από την πρώτη μέρα της βδομάδας βροχές ασταλαμάτιγες, νεροποντές ακράτητες και βαρυχειμωνιές επάτησαν τον τόπον όλον. Τόρα εξέσπαε από χτεβράδυ στη χιονούρα.

ΓΛΟΣΤ. Όποιος γηράματα καλά επιθυμεί να έχη, βοήθειά μου! Ω θεοί! Ω φρίκη! ΡΕΓ. Τόνα 'μάτι αναγελά το άλλο του. Τυφλώσετε και τ' άλλο. ΚΟΡΝ. Εάν ιδής εκδίκησιν... α’ ΥΠΗΡ. Το χέρι κάτω, αυθέντα! Από παιδί σ' εδούλευσα, αλλά ποτέ ως τώρα τόσον μεγάλην δούλευσιν δεν σ' έκαμα, όπως τώρα, που 'κράτησα το χέρι σου! ΡΕΓ. Και πώς τολμάς, ω σκύλε!

Ο δε Αριστεύς, μετά τον διά τείχους αποκλεισμόν αυτής, ουδεμίαν έχων ελπίδα σωτηρίας, εκτός αν ήρχετο βοήθειά τις εκ της Πελοποννήσου ή συνέβαινεν απροσδόκητόν τι, συνεβούλευε μεν, πλην πεντακοσίων, οι λοιποί άμα πνεύση ούριος άνεμος να εκπλεύσουν όπως επαρκέσουν πλειότερον χρόνον τα τρόφιμα, αυτός δε να είναι μεταξύ των μενόντων.

Να της μιλήσω, θα την παρατρομάξω, κ' είνε ο νους της φαρφουρί πυρωμένο που ταγγίζεις και σκάνει. Ας την ακολουθήσω, ίσως και χρειαστή βοήθεια στο δρόμο της. Η ίδια. Σκουντάει την πλάκα και βγαίνει ο Κωσταντής βουρκολακιασμένος. Κωστ. Τανάθεμα με σήκωσε από το βαθύ μου τον ύπνο· Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη!

Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου. Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν εντός ολίγου την παράδοσιν.

Μα αυτοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώνουν το δάσκαλο, ούτε έχει περισσευούμενα να τους στείλει η εκκλησιαστική αρχή. Λοιπόν παρακαλούν οι χωριάτες να τους σταλθούν από την Ελλάδα χρήματα. Κι αυτό το κάνουν όχι ένα, όχι δυο, μόνον άπειρα χωριά. Γυρεύει το χωριό βοήθεια από την Ελλάδα, γιατί η νόμιμη αρχή του, ο Τούρκος, δεν το προστατεύει.

Πριν ή όμως τον συλλάβωσι, προφθάσας εκείνος εκρήμνισεν από του εξώστου εις την οδόν . . . τίνα υποθέτεις; την νεαράν ηρωίδα του οικογενειακού δράματος, ως θα έλεγε πρόγραμμά τι του ελληνικού θεάτρου. Ούτω δε απήχθη μεν ο ήρως εις το φρουραρχείον, η δε ηρωίς εις παρακείμενόν τι φαρμακείον, όπως τη δοθή η πρώτη βοήθεια. Σε διεσκέδασεν η ιστορία μου; το ελπίζω.