United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων.

Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητον κυρίως είνε, ότι οι χαρακτήρες αυτοί, των οποίων η γένεσις οφείλεται εις το ότι διευκόλυνον την παραγωγήν καλυτέρου γόνου, ενώ είνε εξ όλων οι μάλλον προσελκύοντες αμοιβαίως τους οργανισμούς οίτινες τους κατέχουν, συγχρόνως, αμέσως ή εμμέσως, είνε επίσης οι ελκυστικώτεροι και δι' ημάς. Χωρίς αυτούς αι πεδιάδες και τα δάση θα έχαναν όλον το θέλγητρόν των.

Κάποτες την έχαναν την υπομονή τους, και φωνάζανε, «μα πού είναι αυτή η βοήθεια;» Η Δύση πάλι, δεν έλεγε όχι, τους έλεγε όμως, «δώσετέ μου &πίστη& και σας δίνω &πατρίδα&». Πολύ σωστά. Εμείς γυρεύαμε &ψυχικόαυτοί έλεγαν, όχι, να το κάμουμε &αλίσι βερίσι&.

Ενόουν κάλλιστα ότι, εάν ο Βρασίδας προώδευε περισσότεροι και αποκαθίστα την ισορροπίαν, τους μεν αιχμαλώτους θα έχαναν, αυτοί δε οι ίδιοι θα ήσαν ηναγκασμένοι να διατρέξουν νέους κινδύνους. Συνωμολόγησαν λοιπόν δι' εαυτούς και τους συμμάχους των την ακόλουθον ανακωχήν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Την αξιότητά σου ωμολογούσε εις όλους· καιτην περιγραφήν της τέχνης, οπού εξέχεις, της οπλασκίας, κ' εξαιρέτως του σπαθιού σου, εκήρυττε πως θαύμα το 'χε να ημπορούσε άλλος με σε να συγκριθή· κ' έκαμνεν όρκον 'πού, αντίπαλον αν σ' είχαν, ως και οι ξιφομάχοι του γένους του θα έχαναν όσην τέχνην έχουν εις την ορμήν, εις την προφύλαξιν, 'ς το μάτι.

Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο. 30 Ιουλίου.

Κ' οι Μεθυμνιώτες λοιπόν, που έχαναν όχι λίγα πράγματα, εζητούσαν το γιδάρη· κι αφού βρήκανε το Δάφνη, τον εχτυπούσαν και τον εγύμνωναν. Και κάποιος μάλιστα, κρατώντας σκυλολούρι του πισταγκώνιαζε τα χέρια για να τόνε δέση. Φώναζε ο Δάφνης, που τον εχτυπούσαν και παρακαλούσε τους χωριάτες και πρώτα-πρώτα το Λάμωνα και το Δρύαντα έκραζε βοήθεια.

Δεν μου εκακοφάνη· αισθάνθηκα μόνον ζωηρότατα τα εξής, που συχνάκις ήδη παρετήρησα· αφ' ενός μεν οι άνθρωποι ανωτέρας οπωσδήποτε τάξεως θα ίστανται πάντοτε εις ψυχράν απόστασιν από του όχλου, ως να επίστευαν ότι πλησιάζοντες θα έχαναν, αφ' ετέρου δε πάλιν υπάρχουν είρωνες και περιγελασταί, που φαίνονται καταδεκτικοί, διά να καταστήσουν περισσότερον επαισθητήν την υπερηφάνειάν των εις τον δυστυχή τον λαόν.