United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον ότε επλησιάσαμεν εις τον αιγιαλόν, είδομεν υπό τας ελαίας, αίτινες κατέβαινον μέχρι της θαλάσσης, σωρούς σωμάτων κατακειμένων επί του εδάφους. Εκεί διήλθον οι δυστυχείς ολόκληρον την νύκτα, ενώ ημείς υπό την πνοήν της τρικυμίας εβαδίζομεν προς το αυτό σημείον, ως εις λιμένα σωτηρίας.

Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα. Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονές μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου•― «Λουκή, γλύτωσέ μεΠας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή

Έτσι λοιπόν ήτο η πεδιάς εκ φύσεως και χάρις εις τας εργασίας πολλών βασιλέων εις το διάστημα πολλού καιρού. Εδέχετο όλα τα ρεύματα των νερών, τα οποία κατέβαινον από τα βουνά, περιεκύκλωνε την πεδιάδα, έφθανεν από το έν και από το άλλο μέρος την πόλιν και επροχώρει και τα έχυνεν εις την θάλασσαν.

Εις την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά, ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με τους επιβάτας τους νεοελθόντας.

Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων.

Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά.

Αλλά τότε φεύγοντες δεν ηδυνάμεθα να προΐδωμεν, ότι παραιτούμεν την εστίαν μας διά παντός και ότι θα διέλθωμεν όσα διήλθομεν. Καθ' όσον απεμακρυνόμεθα της πόλεως συνηντώμεθα μετά των χωρικών, οίτινες αθρόοι κατέβαινον προς αυτήν. Ήσαν άοπλοι, αλλ' υπήγαινον επί σκοπώ να παραλάβωσιν εκ του στόλου όπλα. Εγνώριζον εκείνοι όσα ημείς δεν εγνωρίζομεν.

Κατέβαινον προς εμέ ενώ εγώ ανέβαινα, δεν ήμην δε πλέον εν καιρώ να οπισθοχωρήσω, ότε ανεκάλυψα ότι ήσαν Τούρκισσαι. Τας συνώδευεν Άραψ ευνούχος, το ποδήρες του οποίου φόρεμα δεν εξεχωρίζετο μακρόθεν από τα των γυναικών. Παρεμέρισα και διέβη το χαρέμιον, τα δε παιδία ηκολούθουν παίζοντα.

Όσοι κατέβαινον από τα πέραν της Μαχαιρουσίας υψώματα εξηφανίζοντο όπισθεν του ανακτόρου. Άλλοι ανέβαινον την απέναντι κοίτην του χειμάρρου, και φθάνοντες εις την πόλιν εξεφόρτωνον τας αποσκευάς των εις τας αυλάς. Αυτοί ήσαν φροντισταί του Τετράρχου και ικέται οι οποίοι προέπεμπον τους προσκεκλημένους του.

Και εκεί μετά ώραν ακούει εις τον ύπνον της φωνάς και γέλωτας: Καλή χρονιά! Καλή χρονιά! Είχεν απολύσει η λειτουργία και μετέβαινεν ο κόσμος από τον ναόν εις τους οίκους με χαράν και αγαλλίασιν. Αφυπνίσθη η Μαργαρώ και ακουσίως εστάθη και ήκουεν αφηρημένη τους γινομένους έξω διαλόγους των ανθρώπων, οίτινες με βήματα προσεκτικά κατέβαινον την λιθοστρωμένην οδόν.