United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.

Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων.

Πάντα χαράμματα είναι για τις χορεύτρες νύμφες που ο Corot άφησ' ελεύθερες ανάμεσα στις ασημένιες λεύκες της Γαλλίας. Σ' αιώνια χαραυγή κουνιώνται κείνες οι λεπτούτσικες διάφανες μορφές, που τάσπρα τρεμουλιαστά ποδαράκια τους φαίνονται σαν να μην αγγίζουν το δροσοποτισμένο χορτάρι που πατούνε.

Το λυχναράκι έτρεμε τόσο τρεμουλιαστά, που μόδοσε πολύ παράξενη εντύπωση. Γύρω μου ροχάλιζαν όλοι και κάτω στο βάθος το παράθυρο 'μισανοιγμένο, άφινε να μπαίνη μέσα το ανεμόβροχο και να φωτίζεται απ' τις αστραπές ένα ξερόδεντρο του κήπου, κ' ένα κομμάτι ουρανού συγνεφιασμένου, ντιπ πίσσα. Δε κουνήθηκα, μονάχα μισόκλειστα τα μάτια μου για να ξανακοιμηθώ. Άξαφνα εκεί δίπλα μου ένιωσα αναδέμματα.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε. — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ' εγώ... Κουράγιο!... Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον. — Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα. Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

Κ' εψέλλισα κ' εγώ τρεμουλιαστά, με σιγανή φωνή: — Η προαίρεσις δίδου! Ο δήμαρχος αμέσως απλώσας εις τον κόλπον του και λαβών ένα τάλληρον, κολλωνάτο, το έρριψεν εις τα ανοικτόν βιβλίον μου χαιρετίσας με: — Και του χρόνου, παιδί μου! Και παπάς! Ενταύθα διεκόπη πάλιν ο καπετάν-Φαφάνας, από λυγμόν πικράς αναμνήσεως.

Το σήκωσε προσεχτικά με τρεμουλιαστά χέρια ο φτωχός πατέρας, και ψηλός και ζανανιωμένος, κι άλλος άνθρωπος τόρα, νιος, παλληκάρι μια στιγμή, ξαστοχώντας όλα τα βάσανα της ζωής του, όλες τις κακοτυχιές του και τις πίκρες του ανάμεσα στην πλημμύρα των δροσερών κεφαλιών ευτυχής, ροδοβαμμένος αυτός και το νιογέννητο από τις υστερνές πέρα αχτίδες του ήλιου που βασίλευε, κόλλησε τα χείλη του ζεστά και παράφορα στην τρυφερή, στην απαλή εκείνη σάρκα, και μουρμούρισε πνιγμένος σε χαράς δάκρια, αυτά τα λίγα λόγια: — Θεέ μου, να δώσης να ζήση και να γίνη καλός άνθρωπος.....

Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τονε θάψουνε, για την καλή του την τύχη. — Τώρα πια που κατάντησα τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλοιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι.

Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα: Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου...