United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς τωόντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν η αβδέλλαις; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδικήν μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν. Αθηναϊκή ανάμνησις

«Φίλε, του είπεν ο Μάρκος, πού σου ήρθε η ελπίδα ότι η Βασίλισσα θα προσέξη έναν τρελλό απαίσιο σαν και σένα; — Μεγαλειότατε, έχω μεγάλα δικαιώματα για να με προσέξη. Πολλά έκαμα γι' αυτήν, κι' απ' αυτήν κατάντησα τρελλός. — Ποιος είσαι λοιπόν; — Είμαι ο Τριστάνος, εκείνος που τόσο αγάπησε την Ιζόλδη, κι' ως που να πεθάνη θα την αγαπάη.

Μη μου λες όμως να μπω και γω μέσα στο χορό, να κάμω ή να τυπώσω τίποτις, ας είναι κι από τα παλιά μου. Είχα και γω πρώτα δυο τρεις ιδέες· ίσως μπορούσα κάτι να κατορθώσω. Δε μου στρέγει πια. Σταφίνω εσένα. Στοχάσου, φίλε μου, ως πού κατάντησα αφού και για τη γλώσσα δε με μέλει. Κάπου μου έρχεται και μένα να τους πω τίποτις, να διασκεδάσης· έπειτα βαριούμαι.

Μα δεν τόκαναν με όρεξή τους. Όταν βρίσκονταν μακρυά από ταφτί του Αριστόδημου, δεν έπαυαν να κοροϊδεύουν τη δουλειά τους και να κλαίνε τη μοίρα τους. — Μα το σταυρό, μου φαίνεται πως κατάντησα χοίρος· έλεγε σήμερα ο Μπαλαούρος με σιχασιά στο διπλανό του. Τι οργή Θεού είν' τούτη, μωρέ παιδί! τι οργή Θεού!... — Τι χοίρος; δε λες γουρούνι, συμπέθερε! Γουρούνι και κάτι χειρότερα.

Έτσι βέβαια, αμ' πώς; Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά. — Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. — Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει; Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι. — Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα.

Ζύγωσα κι' άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κ' έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά, τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω. — Γιατί με κλωτσάς, Μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.

Είμαι σα δυο άνθρωποι: ένας που ζει και ένας άλλος που κ ο ι τ ά ζ ε ι απ' όξω τη ζωή μου. Και έτσι νοιώθω καλλίτερα και τον εαυτό μου και τους άλλους. Όταν όμως ανακατώθηκα με τους ανθρώπους, κατάντησα πολιτικός τους. Φαίνεται, είμαι φυσικά «αρχικός», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Αλλά δεν έγινα δούλος της πολιτικής.

Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τονε θάψουνε, για την καλή του την τύχη. — Τώρα πια που κατάντησα τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλοιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι.

Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα, όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποταμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα: — Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα. Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.