United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρεις τ' ήταν μια φορά οι Θεομίσητοι στους Ευμορφόπουλους; Κοπέλια τους· ναι! και κάτι χειρότερ' από κοπέλια τους. — Μα μην κυττάς τ' ήταν μια φορά, του απαντούσε με χαμόγελο εκείνη· κύττα τώρα που είνε αφεντάδες. — Αφεντάδες! αφεντάδες; φώναζε ερεθισμένος εκείνος· τέτοιους αφεντάδες εγώ τους γράφω στην πατούσα μου. Ψε! αφεντάδες!

ΦΛΕΡΗΣΤι με κυττάς έτσι; Τι θέλεις; Τι θα βγάλης πάλι απ' το στόμα σου; Σου είπα. Πάρε τις βαλίτσες απ' τη μέση . . . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔε μίλησα, κύριε Τάσσο. Δεν είπα τίποτε. ΦΛΕΡΗΣΤο ίδιο είναι. Αυτό το βλέμμα σου μου κάνει κακό. Μέσα στα βαθουλωμένα μάτια σου μου φαίνεται πως περνάει όλη η μαύρη ιστορία της ζωής μου. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔε φταίω, κύριε Τάσσο.

Κ' εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει: — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, 'ς τα ξένα να μισέψω, Να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο, Και να γυρίσω με καιρό, με χρόνια και με μήνες Με γρόσια στο δισάκι μου και λίρες 'ςτο κιμέρι. Σ' αφίνω την γυναίκα μου την πολυαγαπημένη. Να την κυττάς σαν αδερφή, σαν αδερφή δική σου.

Κάτι πήγε να πη ακόμα, μα ο γιατρός τούγνεψε να σωπάση. — Εσύ να μη μιλάς. Ν' ακούς μονάχα. Ό,τι θέλεις με τα νοήματα να το γυρεύης. — Γιατρέ μου, δεν κυττάς αποδώ και τη γυναίκα; Θα μας μείνη στα χέρια! ξεφώνισε μια γυναικούλα, — Δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες! έκανε ο γιατρός. Να κάνωμε τη δουλειά μας πρώτα. Κ' έσκυψε πάλι απάνω στον χτυπημένο.

Νά κ’ εμένα που με βλέπεις τόση κι άλλη τόση, τα ίδια δεν τράβηξα το πρώτο χρόνο της παντρειάς μου ; θα πης πως δεν έκανα παιδιά! Ξορκισμένα νάναι ! Άμα έχης τον άντρα σου, τι άλλο θέλεις ; για μπελά μόνο; . . . Κ’ εσύ, Λιόλια, το νου σου ! να κυττάς τη Βεργινία που την είχα σαν παιδί μου- προσεχτική και πρόθυμη σαν κορίτσι του σπιτιού.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Νοιώθεις πως τίποτα δεν λες; Για κύτταξε απ' τους θεατάς τους πειο πολλούς. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Κυττάζω, να! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και τι λοιπόν εσύ κυττάς; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα τους θεούς! οι πειο πολλοί και από τούτους όλουςαπ' τους ανοιχτοκώλους! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τι λες λοιπόν; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Νικήθηκα! ΣΚΗΝΗ ς'. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θέλεις το γυιο σου πάλι εσύ, ή να τον μάθω να μιλή;

Όρεξι να είχε να λέη ο ΓεροΛαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε. — Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο; — Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια!

ΑΣΤ. Απέ τζη φίναι είναι κι' αυτή, όμορφο πραγματάκι, μωρ' δεν κυττάς τα μάτγια τζη, μωρ' δεν γλέπεις παρέντζα με φαίνεται η Βένερε που είδα στη Φιορέντζα; μωρ' δεν κυττάς το πέτο τζη , δε γλέπεις τα βυζιάτζη, μωρ' δεν κυττάς τα πράτζα τζη, δε γλέπεις τα μαλλιά τζη, μωρ' δεν τα γλέπεις ούλα τζη; μ' ούφυγε το τζερβέλο , πουλώ τα ρούχα μου γι' αυτή, πουλώ και το καπέλο.

Η πατριωτική αισθηματολογία που πλημμύριζε την καρδιά του τού στούμπωσε το λάρυγγα. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν ακράτητα και το σώμα του να ταράζεται λες κ' έπαθε από σεληνιασμό. — Κουρδίστηκε τ' οργανέτο και παίζει· εσκέφτηκε ο Αλαμάνος με θλίψη. — Τ' ακούς; είπε σε λίγο με ασθματική φωνή ο Αριστόδημος. Τούτα να κυττάς εσύ και ν' αφίνης το γουρνάρη στα χάλια του.

Έτσι βέβαια, αμ' πώς; Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά. — Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. — Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει; Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι. — Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα.