United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα, τι κακό νέο μου φέρνετε πάλι;» Ο Καριάδος απάντησε: «Βασίλισσα, είσαστε θυμωμένη, και δεν ξέρω γιατί. Αλλά πολύ τρελλός είναι όποιος ταράζεται με τα λόγια σας. Ό,τι κι' αν γίνη με το θάνατο που μου αγγέλλει το νεκροπούλι, να τι κακή είδησι σας φέρνει ο γκιώνης: ο Τριστάνος, ο φίλος σας, είναι χαμένος για σας, Αρχόντισσα Ιζόλδη. Πήρε γυναίκα σ' άλλον τόπο.

Πιο λαμπρό. και πιο χαρούμενο πανηγύρι δε μετάγινε στη χριστιανική την Αλεξάντρεια. Κ' έτσι κάθισε πάλι στο θρόνο του ο λαοπόθητος ο Αθανάσιος. Του Ιουλιανού ως τόσο δεν του ήρθε και τόση δόξα· ως εκεί η φιλοσοφία του δεν πήγαινε. Ταράζεται από ζούλια και προστάζει να ξοριστή πάλι ο Αθανάσιος. Είναι άπρεπα κι άσοφα τα όσα έγραψε εναντίο του τότες. Ως κι «ανθρωπάκο» τον ονόμασε σ' ένα του γράμμα.

Θα το ιδήτε, είπεν η Κυνεγόνδη. Αλλ' ας εξακολουθήσομε. — Εξακολουθήστε, είπε ο Αγαθούλης. Ξαναπήρε το νήμα της διήγησής της. — Τότες ένας Βούλγαρος αξιωματικός μπαίνει. Με βλέπει μέσα στα αίματα, αλλ' ο στρατιώτης δεν ταράζεται. Ο αξιωματικός θυμώνει για την έλλειψη σεβασμού, που τούδειχνε αυτός ο χτηνώδης στρατιώτης και τον σκοτώνει απάνω μου.

Γιατί οι θνητοί περιφρονούν τους χρησμούς που για τον Λάιον ειπώθηκαν, κι ο Απόλλων έπαυσε να λατρεύεται κ’ έτσι η θρησκεία χάνεται η θρησκεία! ΙΟΚΑΣΤΗ Στοχάσθηκα, ω άρχοντες της χώρας τούτης με τα κλαδιά πως ημπορώ της ικεσίας και τα θυμιάματα στους ναούς των θεών να πάω° γιατί σφόδρα ταράζεται του βασιλέως η καρδιά κι όπως ασύνετος, λησμονημένους χρησμούς με τον νεώτατον χρησμόν συγκρίνει.

Τόσο φέγγουνε και τόσο είνε διάφανα. Μέσα από τα μανίκια τους χύνεται λαξευτό το ροδαλό χέρι. Το ίδιο σα να βγήκε τώρα από τον τόρνο. Φαίνεται όμως τόσο ζωντανό και μαλακό! Κάποτε αλλάζει θέση, ταράζεται, χαλά τις πτυχές της μουσελίνας και γίνεται άλλο χέρι, πιο καινούργιο ακόμα και πιο νέο. Στη δέση του ώμου, σκιασμένο λίγο, κλείνει το χέρι το μυστήριο της μασχάλης.

Η πατριωτική αισθηματολογία που πλημμύριζε την καρδιά του τού στούμπωσε το λάρυγγα. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν ακράτητα και το σώμα του να ταράζεται λες κ' έπαθε από σεληνιασμό. — Κουρδίστηκε τ' οργανέτο και παίζει· εσκέφτηκε ο Αλαμάνος με θλίψη. — Τ' ακούς; είπε σε λίγο με ασθματική φωνή ο Αριστόδημος. Τούτα να κυττάς εσύ και ν' αφίνης το γουρνάρη στα χάλια του.

Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει, Μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει· Απ' όσα όμως βρίσκονται ς' της γης την όψι απάνω, 115 Τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω. Της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη, Και ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι.