United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' εσένα πάλι οι τρελλοί να σε θωρούν μαζί μου, 115 Μετά χαράς σε δέχουνται απ' αφορμή δική μου· Σε ταύτα η Αλήθια στρέγοντας, το ψέμα αγγαλιασμένη, Στης φορεσιάς του εφάνηκε με ταύτο σκεπασμένη. Κι' αφόντης ανταμόθηκαν το ψέμα κι' η Αλήθια, Της γης τη σφαίρα επλήθυναν τα τόσα παραμύθια, 120 Τα παραμύθια εξιστορώ· τους μύθους ξεδιαλέγω. Στολνώ το Ψέμα όσο μπορώ και την Αλήθια λέγω.

Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει, Μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει· Απ' όσα όμως βρίσκονται ς' της γης την όψι απάνω, 115 Τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω. Της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη, Και ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι.

Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης. Έτσι οι γενναίοι παραγιοί τού πήραν το ζεβγάρι ναν το νιαστούνε, ο Στένελος κι' ο σερπετός Βρυβάδης· κι' αφτοί σα μπήκανε κι' οι διο στ' αμάξι του Διομήδη, 115 παίρνει στα χέρια ο Νέστορας τα πλουμισμένα γέμια και τ' άλογα βαράει· κι' εφτύς τον Έχτορα ζυγώνουν.

Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• καιτην στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, 'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρητην πατρίδα• και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•

Είπε, τ' αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, καιτο κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγοντην πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότιτην στερηά θε να σταλή με πλοίο 115τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρητην ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».

Μα το Μενέλα, όσο αρχηγός κι' αν μούνε κι' όσο βλάμης, συμπάθα με, όμως ξάστερα θαν τον μαλώσω, που έτσι 115 κοιμάται αφτός κι' αδιαφορεί εσύ αν δουλέβεις μόνος.

Μα εφτύς στον κάμπο πήγαινε και πες το αφτό του γιου σου· πες του οι θεοί πως χόλιασαν, κι' εγώ πιο πρώτα απ' όλους του τόχω αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα βαστάει τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνει πίσω, 115 μήπως εμένα σεβαστεί και στρέξει ναν τον πάρουν.

Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη μια τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι 115 κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα. Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα, κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Τότε έκανε παράκληση ο δυνατός Διομήδης «Άκου με, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα! 115 Στην έρμα μάχη αν άλλοτες με την καλή σου γνώμη βοηθούσες τον πατέρα μου, δείξε μου τώρα, αφέντρα, κι' εμένα την αγάπη σου, και κάνε να τσακώσω αφτόν τον άντρα, κι' ας τον βρω στου κονταριού το δρόμο, που να μου ρήξει πρόκανε, και σκούζει με περφάνια πως πια δε θα πολυχαρώ τ' αγνό το φως του ήλιου120