Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Γυναίκα, τέτιο που ζητάς, δε θα σου πω όχι· κάλια 300 στο Δία να σηκώσουμε τα χέρια, αν μας πονέσει.» Είπε, και την κελάρισσα προστάζει ναν του χύσει αγνό νερό στα χέρια του· κι' αφτή κοντά σιμώνει, τάσι στα διο τα χέρια της κρατώντας και λεγένι.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Σε υπακούω. — Και ως προς σε, Οφηλία, τούτο επιθυμούσα, το αγνό σου κάλλος η ευτυχής να ήν' αιτία της ταραχής του Αμλέτου· θα 'χα τότ' ελπίδα πως η αρεταίς σου θα τον φέρουν εις τα πρώτα όρια του πάλιν, προς τιμήν σας και των δύο. ΟΦΗΛΙΑ Άμποτε, δέσποινά μου.
Οι χωριανοί κ' οι χωριατοπούλες έτρεχαν λαμπροφορεμένοι στο χαρμόσυνο το κράξιμο, κι όλο το χωριδάκι εφώταε από τα πασκαλιάτικα τα φωτερά. Εξημέρωνε, — βοήθεια μας! — Μεγάλη Λαμπρή και το αγνό το χωριδάκι εσήκωνε Μεγάλη Ανάσταση.
Η καρδιά μου, Μαρία, η καρδιά μου. Γιατί μέσα στα βάθη της εφύλαξα πάντα ένα μικρό κι' αγνό κι' ωραίο μέρος, κ' έκρυψα κει ό,τι από την ανάμνησίν σου μου έμεινε καλό κ' ευγενικό. Ναι! μέσα στη ζωή μου, την ψεύτικη, την κτηνώδη των είκοσι αυτών χρόνων, η μόνες στιγμές αληθινής χαράς που αισθάνθηκα, ήσαν εκείνες που μου θύμιζαν την περασμένη μας ευτυχία.
Τότε έκανε παράκληση ο δυνατός Διομήδης «Άκου με, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα! 115 Στην έρμα μάχη αν άλλοτες με την καλή σου γνώμη βοηθούσες τον πατέρα μου, δείξε μου τώρα, αφέντρα, κι' εμένα την αγάπη σου, και κάνε να τσακώσω αφτόν τον άντρα, κι' ας τον βρω στου κονταριού το δρόμο, που να μου ρήξει πρόκανε, και σκούζει με περφάνια πως πια δε θα πολυχαρώ τ' αγνό το φως του ήλιου.» 120
ΛΑΕΡΤΗΣ Αίματος στάλ' αν ησυχάζη με κηρύττει νόθον, μου λέγει ξεχασμένον τον πατέρα, και το αγνό της μητρός μου μέτωπο πυρόνει 'ς το μεσόφρυδο, εδώ, με βούλλαν ατιμίας.
Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, κι' ομπρός του στάθηκαν. Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, 200 κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου «Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους.»
Μ’ απ’ τις ανόητες νικημένος ηδονές το θάνατον εγέννησε στον εαυτό του, Οιδίποδα τον πατροκτόνο, που ετόλμησε στο αγνό χωράφι να σπείρη, της μητρός που ετράφη, μια φύτρα στο αίμα βουτημένη· κ’ η Αβουλία τους νύμφιους έσμιξε τους ξώφρενους σ’ ένα κρεββάτι.
Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος, και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο, κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει, πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο, του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα, 680 και στέλνει διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.
Ποτήρι φύλαε μέσα εκεί καλόφτιαστο, π' ούτ' άντρας 225 μ' αφτά άλλος έπινε κρασί, μήτ' έπιανε να στάξει αλλού θεού ποτές του εξόν του Δία του πατέρα. Το πήρε τότε απ' το κουτί, το πάστρεψε με θιάφι πρώτα, και τόπλυνε έπειτα μ' αγνό νερό οχ τη βρύση. Κατόπι νίβοντας κι' αφτός τα χέρια, το γιομίζει 230 μάβρο κρασί, και στέκεται μες στης αβλής τη μέση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν