United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω; φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν• 300 'πώλεγε ότιτην θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα, θα παραδείρω• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος, με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε• μανίζουν άνεμοι ολούθε• αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα• 305 τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'πουτην πλατειά Τρωάδα, γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας.

Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290 σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι, ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας, αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσειτην θείαν Ίλιο πρότερα•άλλους καιρούς οι νέοι, λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295 τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένοςτην πολλήν κόπρον, οπ' εμπρόςτην θύραν εσωρεύαν βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300 αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα, την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον να πα δεν είχε δύναμι σιμάτον κύριόν του. τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305 «Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεταιτην κόπρο! το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν, ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν οι κύριοι χάριν ευμορφιάςτα σπίτια τους να τρέφουν». 310

την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο, κείθετην Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285 ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε. και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης, τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο. και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη. γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290 και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα. και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος, 'ς τον νου σου τότε μέτρησε καιτης ψυχής τα βάθη, πώςτα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295 είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι• και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθητον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300 φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν. αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω, κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν. και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305

Έτσι είπαν, και τους ξάκουσε τη προσεφκή η Παλλάδα. 295 Λοιπόν σαν προσεφκήθηκαν στην κόρη του μεγάλου Διός, μέσα στα σκοτεινά κινούν σαν διο λιοντάρια, περνώντας αίματα, άρματα, λαβωματιές, κουφάρια. Μα και των Τρώων ο άφοβος ο Έχτορας τ' ασκέρι δεν άφισε να κοιμηθεί, μον σε βουλή τους πρώτους 300 φωνάζει, όσοι είταν πρόκριτοι και στρατηγοί των Τρώων.

Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· «Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου δω μέσα· και μη κάμετετο σπίτι μου ασχημίαις· ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. αλλά να παύσετετα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».

Τώρα αφού ο χάρος πλάκωσε και πια δεν έχω ολπίδα, 300 έτσι ας μην πέσω σα ραγιάς δίχως τιμή, μα ας δείξω 304 καν άξια πριν παλικαριά που να βουήξει ο κόσμος305

Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθ' Αχαιός και Τρώας «Δία κι' αθάνατοι θεοί, μεγάλοι δοξασμένοι! όπιοι τους όρκους βλάψουνε και πρωτοκακουργήσουν, έτσι όπως τρέχει το κρασί αφτό, και τα μιαλά τους 300 χάμου να τρέξουνε στη γης, κι' αφτών και των παιδιών τους, και το γυναικολόγι τους ας το χορτάσουν άλλοι

Ο Πύρρος, όστις εβασίλευεν εις την Ήπειρον περί τα 300 έτη προ Χριστού, ανεφάνη ο μεγαλύτερος στρατιωτικός ανήρ της εποχής του. Δις ενίκησε τους Μακεδόνας, και επί της Μακεδονίας εβασίλευσε.

Τους αλογάδες είχε ομπρός με τ' άλογα κι' αμάξα, και να φυλάν πισώστησε πολλή και διαλεγμένη πεζούρα, και τους αχαμνούς τους έρηξε στη μέση, που θεν δε θένε στανικώς να πολεμάν κι' εκείνοι. 300 Των αλογάδων στην αρχή τους ξήγαε να κρατάνε τ' άλογα, μες στην ταραχή μην τύχει και τους φύγουν. «Κι' ας μη ζητάει κανένας σας, απ' αξιοσύνη τάχα κι' αντριά, να πολεμάει μπροστά μονάχος απ' τους άλλους, μήτε ας κωλώνει· δύναμη θα χάνετε μονάχα. 305 Κι' όπιος μακριά απ' τ' αμάξι του κάνα άλλο αμάξι σμίξει, αφτός ας ρήχνει, τι πολύ καλύτερα συφέρνει.

Και πάει κοντά της στέκεται και της λαλεί διο λόγια «Ήρα, για πού με το καλό; Και στο βουνό γιατί ήρθες τόσο άξαφνα; Όμως άμαξα δε βλέπω νάχεις κι' άτιαΤότες του λέει με διαβολιά η αφροσάρκωτη Ήρα 300 «Να, πάω να δω τα πέρατα της γης, και τη μητέρα Τηθύνα και τον Ωκιανό, πηγή των ουρανήσων, που μ' είχαν πάντα τους μικρή κι' ανάθρεφαν με χάδια.