United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους.

Τέλος πάντων εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου περιουσία ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις δυστυχίαν με έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως αποφάσισα μη κάμω καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ εις το βασίλειον της Γολκόνδας.

Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, κ' εφάνη νέοςτο κορμί, προβάτων επιστάτης, ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• διπλή φλοκάταν εύμορφητους ώμους της εφόρει, 'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχετα χέρια. 225 άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σετα μέρη τούτα, χαίρε• μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδούτα ποθητά σου 230 γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, ή άκρ' ηπείρου καρπερήςτην θάλασσα γυρμένη235

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο εαυτός σας. ΑΡΓΓΑΝ Ο εαυτός μου; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, δε θα βαστάξ' η καρδιά σας. ΑΡΓΓΑΝ Θα βαστάξη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αστειεύεστε. ΑΡΓΓΑΝ Δεν αστειεύομαι καθόλου. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Η πατρική σας αγάπη δε θα σας αφήση. ΑΡΓΓΑΝ Θα μ' αφήση. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κάναδυο δάκρυα, ένα αγκάλιασμα, ένα πατεράκο μου, έτσι, γλυκοπρόφερτο, είνε αρκετά για να σας συγκινήσουν. ΑΡΓΓΑΝ Όλα αυτά δε θα μου κάνουν τίποτα.

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Και λοιπόν η μεν πατρική προσταγή δεν έχει χαρακτήρα ισχυρόν και αναγκαστικόν ούτε γενικώς η προσταγή ενός ανδρός, εκτός αν είναι βασιλεύς ή κάποιος όμοιος με βασιλέα. O νόμος όμως έχει δύναμιν καταναγκαστικήν, και είναι λόγος προερχόμενος από κάποιαν φρόνησιν και νουν.

Η παραγγελία του Γύφτου, σεπτή ως πατρική διαθήκη, έμελλε να μένη εσαεί ανεκτέλεστος, αν ο Μάχτος, όστις είχεν ίσα δικαιώματα επί της υστάτης βουλήσεως του πατρός, δεν ήρχετο τρία βήματα όπισθεν και δεν ήκουε κλοπηδόν τας λέξεις ταύτας: «Αποκάτω από το καμίνι, τρεις πιθαμαίς να μετρήσης, δεξιά, κοντά εις την αγκωνή, εκεί τα έχω.

Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το τραγουδήσωμε·Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η συζυγική προθυμία. Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.

Η πατρική θέλησις εκίνησεν εις τα βάθη της την τρυφεράν φιλοστοργίαν του και διά μιας τον αποσπά οριστικώς από τον ιδανικόν κόσμον, όπου εζούσεν ελεύθερος έως τώρα, διά να τον υποτάξη εις την ανάγκην της ενεργείας.

Η μεγαλήτερη ευτυχία του δεν είταν η αγάπη· ούτε η πατρική χαρά, που την έπαιρνε απλοϊκά σαν ένα πράμα τόσο φυσικό, σα να είταν αδύνατο ναπολάψουν οι γονείς από τα τέκνα τους άλλο παρά χαρά. Η ευτυχία του δεν είτανε γιατί, με όλη την πολύχρονη συζυγική ζωή, φώλιαζε πάντα στο σπίτι του το σπάνιο πουλί, που το λένε ανίκητη νιότη.