United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την ανάμνησιν της Πομπωνίας οι οφθαλμοί της εγέμισαν από δάκρυα· αλλά μετ' ολίγον καθησύχασε και είπεν: — Ειξεύρω ότι η Πομπωνία λυπείται πολύ διά την απουσίαν μου, αλλ' έχομεν παραμυθίας αγνώστους ημείς οι χριστιανοί. — Ναι, απήντησεν ο Βινίκιος· η παρηγορία σας είνε ο Χριστός. Και τώρα καθημένη εδώ κοντά, Εκείνον σκέπτεσαι.

Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα·Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.

Θέσασα την χείρα εις τα βάθη του κόλπου της απέσυρεν από τας πτυχάς του μεταξωτού υποκαμίσου επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. Αλλ' ιδούσα ότι ο ιατρός δεν επρόσεξεν, εναπέθεσε πάλιν την επιστολήν εις τον κόλπον της και εκάθισεν. Εν τούτοις η επελθούσα διακοπή καθησύχασε την αγανάκτησίν της. Ο έπαρχος ήνοιξε το ωρολόγιόν του και είδε την ώραν.

Τοσούτος με κατέλαβε φόβος ότι θα με παραδώσωσιν εις τους Τούρκους, ώστε συνέλαβα σχεδόν την απόφασιν ν' αφήσω εκεί τα βαρέλια μου και, παραιτούμενος του σκοπού όστις μ' έφερεν εις Χίον, να καταβώ διά νυκτός εις τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το τρεχαντήριον και να φύγω. Αλλ' ο Παντελής με καθησύχασε. ― θα τα διορθώσωμεν, έλεγε. Κοιμήσου απόψε και αύριον βλέπομεν.

Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το τραγουδήσωμε·Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η συζυγική προθυμία. Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.

Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης καθώς είδε τον Κιουταχή μπροστά του. Έβαλε το χέριτο σπαθί κ' είπετο Χρηστίδη. — Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμμιά μπαμπεσά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι' ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε, καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε κι' ο Κιουταχής με το κεφάλι, αγέρωχος, και μίλησε πρώτος Αρβανίτικα·

Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον. Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα. Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον. Η επιστολή έλεγε τα εξής: «Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν.

Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά... μη φοβάσαι. — Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου. — Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό. — Ποιο φυλαχτό; — Εσένα, ψυχούλα μου... Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα.

Αλλ' εάν δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ . . . Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την εστίαν μου. — Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα.