United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και φρόνηση. — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου; — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε.

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.

Δεν θέλω και καλήτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είνε δικό σου· με μια συμφωνία όμως. Θ' αρνηθής τη θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω κ' εγώ. Δεν έχει πίστι, δεν έχει έλεος. Θα την αφίσης λοιπόν τη θάλασσα. — Μα τι να κάμω; του είπα· πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα. — Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.

Καθώς εμβήκεν από την αυλόπορταν, εστάθη παρά την δευτέραν θύραν και κατ' αρχάς εγρουτσάνισε δύο ή τρεις φθόγγους με το πλήκτρον επί του λαγούτου, είτα με τους όνυχας, ήρχισε να γρουτσανίζη και την σανίδα της θύρας. — Άνοιξε, Μαριώ μ', την πόρτα!... Ε! Κατερνιώ μ'! άνοιξε. Η Κατερνιώ, ή εκοιμάτο, ή έξυπνη ήτο, δεν έδωκεν απάντησιν.

Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν. — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος.

Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάωτον άι Δημήτρη. — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου τάδωσε; — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε.

Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης. — Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν. — Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις.

Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον. — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού. — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ. Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.

Τούρχεται είδος βύθος, πιώτερο ξύπνος παρά ύπνος, κι αντίς όνειρα, πράματα και σκηνές που ταγνάντεψε ή τάκουσε ή τα υποψιάστηκε μες στο μερόνυχτο. Έβλεπε τον Πανάγο με τη Βασιλική μες στη νυφοκάμαρά της στα βραδινά τα σκοτάδια, κ' η γριά, η ξεμωραμμένη η μάννα της η κερά Μαριώ, να θαρρή πως είνε ο Μιχάλης! Και δος του μια περεχυσιά ψιλό ίδρο!

Ώρες ώρες ερχότανε στα συλλογικά του, και γύριζε κ' έβλεπε μια τη Μαριώ και μια τον πατέρα της, σα να τονε ρωτούσε αν έπρεπε να τη βλέπη με τέτοια χάλια. Σαν ξημέρωσε, άρχισε ο Παναγής να συνεφέρνη λιγάκι. Στέλλει τότες ο Καραθανάσης και φωνάζει τον Παπά. Έρχεται ο Παπάς, κοιτάζει τον άρρωστο, και τοιμάζει τη Μετάληψη. — Απάνω στη Βλόγηση, Παπά μου, κάνει ο γέρος, του δίνεις και τη Μετάληψη.