United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον προσκάλεσαν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Οι θύρες τότες άνοιγαν μια-μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής, και ψωμί να χορτά'ης.. »

Κουνήσου να ζεσταθής. Ο δειλός, ολίγον κατ' ολίγον ενθαρρυνόμενος, απομακρύνεται από την κλίμακα και αρχίζει ν' «ακτοπλοή», ως λέγει. Ο άλλος κολυμβά ολίγον βαθύτερα και ο διάλογος εξακολουθεί: — Φφφ! είδες το πρωτότυπο δράμα «Για την Τιμή»;... Φφφ!... — Εβούλιαξε κιαυτό. — Κ' έπρεπε... φφφ!... να επιπλεύση, αφού έχει μέσα... φφφ!... ένα νεροκολόκυθο.

Αληθινά η λύπη μου εσάλευσε τον νουν μου Ω! τι νυκτιά! Παρακαλώ, αυθέντα, άκουσέ με ΛΗΡ Συμπάθησέ με. — Λέγε συ, καλέ φιλόσοφέ μου. ΕΔΓΑΡ Ω! πώς κρυώνει ο τρελλός! Εις την καλύβα μέσα πήγαινε συ, να ζεσταθής. ΛΗΡ Όλοι εκεί ελάτε! ΚΕΝΤ. Έλ' απ' εδώ, αυθέντα μου. ΛΗΡ Μ' αυτόν εγώ πηγαίνω· μαζί με τον φιλόσοφον. Ας γίνη ό,τι θέλει. Άφησ' αυθέντα μου, κι' αυτόν μαζί του να τον πάρη.

Ακούονταν οι αληχτησιές των σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Τα σπίτια είταν αλλοιώτικα, οι οβοροί αλλοιώτικοι, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, η εκκλησιά αλλοιώτικη: τα όλα αλλοιώτικα, και γι' αυτό, όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλλιά αληχτώντας «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου» κι' άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Α μπα! δεν ήταν τίποτα· ανατριχίλα ήταν, θα περάση. Δεν ήταν δα και τόσο γριά να πέφτη με το παραμικρό στο κρεββάτι! Μα το ρίγος σέρνονταν σα φίδι παγωμένο στο κορμί της. Οι σαγονιές της χτυπούσαν άναψαν τα μάγουλά της. Δέχτηκε τέλος να πέση στο κρεββάτι. Η Ελπίδα πήρε μια μάλλινη αντρωμίδα και τη σκέπασε καλά. — Έτσι θα ζεσταθής, Κυρά· της είπε σα να μιλούσε σε χαδιάρικο παιδί.

Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον. — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού. — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ. Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.