United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ξέχασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κ' έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!

Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον. — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού. — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ. Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Κάποιος εφώναξε τον αρχηγό, ο ένας έκραζε τον άλλο, κι άλλος εθαρρούσε πως ήταν πληγωμένος και κειτότανε χάμω σαν νεκρός. Θάλεγε κανένας πως βλέπει νυχτοπόλεμο χωρίς να υπάρχουνε καθόλου εχτροί. Κι αφού τέτοια τους στάθηκε η νύχτα, ξημέρωσε ημέρα πολύ τρομερότερη από τη νύχτα.

Κ' έτσι σαν ξημέρωσε και μαζευτήκαμε όλοι στον ξερόκαμπο, πρέπει να είμαστε καμιά πεντακοσαριά. Φύλλο δεν ανεμίζουνταν εκείνη την πρωινή. Ό,τι πρόβαλε ο ήλιος, ξεκινήσαμε κατά τον κάμπο. Γεμάτος ο κάμπος Τουρκιά. Και τους έβλεπες δεν τους έβλεπες πίσω από τον καπνό που ανέβαινε πίσω από τα καμένα τα χωριά τριγύρω.

Λένε πως οι ετοιμοθάνατοι, πριν αφήσουνε την τελευταία πνοή, βλέπουνε να περνά μπροστά τους η ζωή τους ολάκερη και πως όλα όσα ζήσανε τα ξαναβλέπουνε με νέο φως. Απομέρος μου γνωρίζω πως την τελευταία νύχτα, όταν ξημέρωσε τόσο αργά και τα παιδιά κουρασμένα πια πήγανε να ησυχάσουν, είδα όπως δεν την είδα ποτέ προτήτερα και τη δική μου ζωή κι όλα όσα ζήσαμε μαζί εκείνη και γω.

Δε χρειάζεται· του είπε ο Αλαμάνος με κρυφή χαρά· ξημέρωσε πια. Πέθανε· τον έθαψαν τον Αρχαιολόγο. Κ' έμειναν εκείνοι καλά κ' εμείς εδώ καλήτερα. 1903. Μπαμ!... εξάφνισε τον αντίλαλο του δάσου κ' έκοψε των πουλιών το λάλημα.

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.

« Ήλθε η ενάτη τ' Απριλιού, » Σάββατο το Μεγάλο, » Ξημέρωσε και 'νύχτωσε, » — Νύχτωσε κ' η ζωή μου. — » Πήγα τον Όρθροτο ναό, » Κάμνω την προσευχή μου, » «Χριστός Ανέστη» άρχισα « Με τους πιστούς να ψάλλω.» « Χριστός ανέστη! έψαλλα, » Και πάντα με το νου μου. » Αναστηθήτω η Ελλάς! » Ευχόμουν.

Καλά το λέγει το ρητόν: Το αίμα θέλει αίμα . Ηκούσθη δένδρα να 'μιλούν και να κινούνται λίθοι, και από κίσσαις και κολοιούς και από καρακάξαις να έβγη έξαφνατο φως ο φόνος ο κρυμμένος!... 'Ξημέρωσε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Φιλονεικούν η Νύκτα και η 'Μέρα. Σκότος δεν είναι ούτε φως. ΜΑΚΒΕΘ Πώς σου εφάνη, 'πέ μου, να τον προστάξω τον Μακδώφ κ' εκείνος ν' απειθήση; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έστειλες άνθρωποναυτόν;