United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μάνα του δωκάτου, πάγαινε κάθε αβγινή να λεφκάνη τάχα στο Βαθυλάκωμα κ' εδεχότανε ολόχαρη και γελαστή του Αργύρη της την καλημέρα, που την κατέβαζε της σπηλιάς το δροσάτο νερό. Έγερνε μάτα στο χωριό η Ζαχαρούλα, κ' εμέρναε με τη φτωχολογιά την γλυκειάν καλημέρα τ' Αργύρη της, κ' έπαιρν' εφκές κ' εφλογίες από τόσα στόματα πεινασμένα του Νάκο-Μήτρα τάξιο παληκάρι.

Η καψο-Ζαχαρούλα η μαβρόχηρα, σα να της το είπε ο άγγελός της, σηκώνεται μιαν αβγινή κι απαρατάει το χωριό και πάει δωκάτου στο Βαθυλάκωμα να λεφκάνη. Πάει στο Βαθυλάκωμα, χτυπάει με τον κόπανο το πανί, χτυπιέται κι απομοναχή της. Κάθεται και μοιρολογάει τον άντρα της το Νάκο-Μήτρα, και κλαίει τον Αργύρη της, την παρηγοριά της.

Τούπαν πως τα νερά της λίμνας τα σουρώνει ή καταβόθρα και βρίσκει άλλες καταβόθρες κάτου, κι άλλες παρακάτου, κ' ετρούπησαν τα σωθικά του Ταΰγετου τα νερά, κ' εξέσπασαν δωκάτου στο Βαθυλάκωμα που το λέμε. Αφογκράζεται ο Αργύρης μανοιχτό το στόμα. Μια νυχτιά παίρνει κι απαρατάει του Μπέη τα πρόβατα στο μαντρί, και κατεβαίνει στη λίμνα.

Παραστρατίζει ο καλός σου ο Μπέης από τη δεμοσιά, και πάει απάνου στο Βαθυλάκομα. Σαν πήγε απάνου στο Βαθυλάκωμα, κεντάει τάλογό του, βυθίζει τα σπερούνια σταλόγου την κοιλιά. Φρενιάζει τάλογο, σαλτάρει, κολλάει απάνου στο βράχο πούταν ο Αργύρης γερμένος.

Κ' εμεγάλων' ο γιός του Νάκο-Μήτρα και της Ζαχαρούλας η παρηγοριά. Ήταν πια δεκαπέντε χρονώ λεβέντης· Μιαν αβγινή, το λοιπόν, ήταν γερμένος ο Αργύρης στο Βαθυλάκωμα απάνου κι αλαφρά απάλαφρα φύσαε τη γλυκειά τη φλογέρα του. Έπαιρνε του βουνού το πρωινό τ' αγεράκι τον τρελόν αχό, το γλυκολάλημα της φλογέρας, και τάπλωνε ολούθε στο κάμπο και τόφερνε στη δεμοσιά δωκάτου.

Βγήκε από το χωριό και κατέβηκε στο Βαθυλάκωμα με το χάραμα. Την πήραν γλυκοχαράματα που έσκυβε απάνου στο νερό κι ακαρτέραε το λαμπριάτικο ταρνί της. Καμιά φορά εκουφογόγκηξ' η σπηλιά μέσαθε. Το νερό εκύλαε με πλειότερη βουή τόρα. Σε λίγο πλαφ! πλαφ! κάνει και πέφτει κάτου μαφρούς ένα τραγήσιο τομάρι φουσκωμένο.

Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.