United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καιρός είχε μεταβληθή από της πρωίας, και ήτο ευδία. Ο Γύφτος εγίνωσκε καλώς τας οδούς, και ωδήγει την Αϊμάν. Ότε όμως είχον αναβή εις απότομόν τινα ακρώρειαν του Ταϋγέτου, ο Γύφτος εστάθη αίφνης διστάζων. Εκύτταζε δεξιά και αριστερά, ως να διετέλει εν αμηχανία. — Τι είνε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν να έχασα τον δρόμο.

Οι αψηλότερες κορφάδες του Ταΰγετου, φωτοπεριχυμένες μες της ανατολής τα ουράνια αφρόροδα, εγλυκοφωτούσαν τόρα χίλια μύρια χρώματα, πορφυρωτά και κατατρύφερα. Ερόδιζε η ανατολή περίλαμπρα, πίσω απ τις δασωμένες ράχες, πέρα περιανά· επερίχυνε με πλούσια, ονειρεμένα χρώματα, τις ανατολικές βουνοκορφάδες του Ταΰγετου.

Ψηλότερ' απάνω οι βουνοκορφές του Ταΰγετου, μισοφωτισμένες, θαμπές ακόμα, βυθισμένες κι αφτές μες ταβγινό πούσι, μόλις εχαράκωναν ανάλαφρα τον ουράνιο θόλο ψηλά, ωχρογάλαζο μες της αβγής τα διάφανα χρώματα, απαλοφωτισμένον, σαν την αλήθεια κατακάθαρον. Εξέσερναν απάνουθε ψηλά, εχαμήλωναν λίγο κατακάτω. Εξετύλιγαν φειδωτές, παιγνιδιάρικες, αρμονικές τις γραμές τους πάνω στον ουρανό.

Κατά το επόμενον πείραμα εσηκώθηκα από την Πάρνηθα ή από τον Υμηττόν κ' επέταξα μέχρι Γερανείας, απ' εκεί δε μέχρι του Ακροκορίνθου, υπεράνω του οποίου επέρασα. Έπειτα επροχώρησα άνω της Φολόης και του Ερυμάνθου και έφθασα μέχρι του Ταϋγέτου. Αι ασκήσεις ηύξησαν την τόλμην μου και τώρα πλέον δεν εζήλευα τα πτηνά, αλλ' είχα φιλοδοξίας ακόμη μεγαλειτέρας.

Ο ήλιος δυο τριχιές να πέση, αβλάκωνε αποκαρωμένος το γαλάζιο θόλο απάνω. Όσο έγερνε, εχρύσωνε με λαμπρά ροδόξαθα χρώματα τασημένια πλάτια του γιαλού πέρα, καταπέρα. Εκύλαε απάνωθε αργός εμεγάλωνε τους ίσκιους· εχρωμάτιζε περίλαμπρα τις σταχτερές βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Έχασκαν κ' οι κάβοι κατακάτω, μες το πέλαγο.

Απειράριθμος αγέλη μαύρων κοράκων εφάνη την πρωίαν υπεριπταμένη, αντήχησαν οι κρωγμοί αυτών απαύστως και, αφού επ' ολίγον εσκίασαν τας υψηλάς και απορρώγας του Ταϋγέτου κορυφάς, έγειναν κατά μικρόν άφαντοι, διευθυνθέντες προς τα βορειανατολικά. Ουδέν άλλο πτηνόν εφάνη ιπτάμενον ή ηκούσθη κελαδούν.

Οι απόγονοι των Αργοναυτών, διωχθέντες εκ της Λήμνου υπό των Πελασγών, οίτινες είχον αρπάσει τας γυναίκας των Αθηναίων , έφθασαν διά θαλάσσης εις την Λακεδαίμονα, εστρατοπέδευσαν επί του όρους Ταϋγέτου και ήναψαν εκεί πυρά.

Τούπαν πως τα νερά της λίμνας τα σουρώνει ή καταβόθρα και βρίσκει άλλες καταβόθρες κάτου, κι άλλες παρακάτου, κ' ετρούπησαν τα σωθικά του Ταΰγετου τα νερά, κ' εξέσπασαν δωκάτου στο Βαθυλάκωμα που το λέμε. Αφογκράζεται ο Αργύρης μανοιχτό το στόμα. Μια νυχτιά παίρνει κι απαρατάει του Μπέη τα πρόβατα στο μαντρί, και κατεβαίνει στη λίμνα.