United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι’ ότι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Αν βάνης μες στον κόρφο σου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν και μέσα εκεί κλωσσούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Αν έχης τόση δύναμη, και αν έχης τόση γνώση Και να μαγέψης ημπορείς χωριά και πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους, Τα γαργαροτρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρια τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν, Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν τρώνε, Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους, Και τα κορίτσια τ’ άσπλαχνα και δίνουν την καρδιά τους, Μάγεψε μου την, Μάγισσα, την άκαρδη παρθένα, Που ξεπερνάει στην ωμορφιά τες Ξωτικές του λόγγου Και τες Νεράιδες του γιαλού, που περπατούν στο κύμα, Να με θελήση γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρω, Και να μην πέσω στον γκρεμό, στην άβυσσο μην πέσω, Να σκοτωθώ παράκαιρα, να λείψω από τον κόσμο.

Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.

Άφιναν στρίγλικα άγρια τσιριχτά, πάνω στις ακροπελαγιάς τα βράχια· άστραφταν την ολόχρυση φτερούγα τους μες τα γαληνεμένα τα νερά, κ' εχάνονταν στα πλάτια του γιαλού κεικάτω τρομαγμένα. ... Αλήθεια, εκοιμήθηκες καμιά φορά στη βάρκα μέσα; Συ κιόλα, πολυχαϊδεμένε μου!

Έτσι λοιπόν τους πρόσταζε και πίσω τους βαρούσε, και πάλι αφτοί στη συντυχιά προστρέχανε απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες με βουή, παρόμια σαν το κύμα του πολυτάραχου γιαλού, που σ' ακρογιάλι απάνου μεγάλο κοματιάζεται κι' η θάλασσα μουγκρίζει. 210

Μίαν νύκτα, υπό τα παράθυρα της ωραίας Φλωρούς, μεγάλη έρις και σύγκρουσις επήλθε μεταξύ δύο ομίλων. Η παρέα του Νίκου του πουργοτζή αργοπορούσεν υπό τον εξώστην της οικίας, τραγουδούσα το «Άστρο της αυγής» και την «Πάπια του γιαλού»· τότε έφθασεν η παρέα του Γιάννη του Καβούλη, ψάλλουσα τον «Διπλόν καϋμόν». Τότε αι δυο ομάδες ήλθον εις ρήξιν.

Ψέφτορκα αν είπα, έτσι οι θεοί κακά άπειρα ας μου στείλουν, τόσα όσα στέλνουν σ' όπιονε τους φταίξει ψεφτορκώντας265 Είπε, κι' εφτύς χαλκόκοψε του χοίρου το λαρύγγι. Έπειτα ο κράχτης τον πετάει στριφοκλωθίζοντάς τον στ' αφρένιο κύμα του γιαλού, για ναν τον φαν τα ψάρια.

Όλος ο κόσμος είχε αλλάξει όψη γύρω μας. Το φεγγαράκι εβύθισε και πάει μέσα στα αθώρητα τα βάθη του γιαλού. Έσβυσαν πάνω, μες τη σκοτεινιά, και οι βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Εμούντωσαν τα πέλαγα στα πλάτη τους τρομαχτικά. Εμάβρισαν τα περιγιάλια γύρω μας.

Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διο και δέκα, να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε. 495 Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της, Μον βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια.

Εχαμήλωναν, ολοένα εχαμήλωναν, κ' έσβυναν απαλά, εχώνεβαν μαλακά κάτω στα μαγεμένα κοιμάμενα ακρογιάλια. Περακεί, κάτω, βαθιά, στου διάπλατου κόρφου το απέραντο ξετύλιγμα, αναπηδούσαν μες από τα ονειρεμένα βάθη του γιαλού, εμαντέβονταν πάνω σταπόμακρα βουνά, τα μαγικά τα κάστρα της Κορώνης.

Με νου ο ξυλάς καλύτερος, κι' όχι με χέρια τόσο· 315 με νου την τράτα στου γιαλού τ' αφρογαλάζο κύμα την κυβερνά ο αρμενιστής σα σφίξει ανεμοκαίρι· με νου αμαξάς τον αμαξά νικάει σαν παραβγαίνουν.