United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος πάντων την ενδεκάτην ημέραν έφθασα εις ένα περιγιάλι και εκεί αιφνηδίως βλέπω ανθρώπους άσπρους ομοίους, μου που εσύναζον πιπέρι, από το οποίον ευρίσκετο πολύ εις εκείνα τα περιγιάλια, και χωρίς να φοβηθώ, ούτε να αμφιβάλλω, έλαβα θάρρος και επλησίασα εις εκείνους, οι οποίοι βλέποντές με ήλθον εις συναπάντησίν μου, και με εχαιρέτησαν Αραβικά εις την γλώσσαν μου, και με ερώτησαν πώς ευρέθηκα εκεί· εγώ ακούοντας την γλώσσαν μου εχάρην, και τους εδιηγήθην το ναυάγιόν μου, τον αξιοθρήνητον θάνατον των συντρόφων μου από τους ανθρωποφάγους και τον τρόπον με τον οποίον ηλευθερώθην.

Τότες όμως από τους βράχους, από τα βουνά κι από τις πεδιάδες, από τα περιγιάλια κι από τα χωριά γύρω γύρω, προχωρούσαν άλλοι μικροί, μικρούτσικοι αθρώποι κι αφτοί, που δε φαίνουνταν πριν. Είταν προστυχοντυμένοι και ντροπαλοί. Έννοιωθαν πως είχε ήλιο στη χώρα, κ' έρχουνταν τώρα ο καθένας να χαρή τη ζωή και το φως. Οι χωρικοί, λέει, δε φοβούνται τον ήλιο κ' η ζέστη τους αρέσει.

Όλο το διάστημα βρισκόμουνα σε φοβερή ένταση και το θάρρος μου άρχισε να πέφτη όταν περάσαμε την Γκαίτεμποργ και είδα τον αφρό της θάλασσας να σπάζη σταγαπημένα μου περιγιάλια.

Εφάνηκε καθάριο τόρα, ολόφωτο το Πινακούλι μέσα εκεί, βαθιά. Εφάνηκαν τα κάστρα της Κορώνης, πάνω στα βουνά τα πόμακρα. Έλαμψε ο κόρφος όλος μέσα, καταξάστερος. Εφώτισαν τα περιγιάλια γύρω κ' οι στεριές. Εξάναψαν οι στοιχειωμένοι πύργοι στον Αγιανάκη πάνω χρυσοφώτιστοι.

Όλος ο κόσμος είχε αλλάξει όψη γύρω μας. Το φεγγαράκι εβύθισε και πάει μέσα στα αθώρητα τα βάθη του γιαλού. Έσβυσαν πάνω, μες τη σκοτεινιά, και οι βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Εμούντωσαν τα πέλαγα στα πλάτη τους τρομαχτικά. Εμάβρισαν τα περιγιάλια γύρω μας.

Εγώ αγαθή τύχη με όλον που εβυθίσθην εις το βάθος, όταν η θάλασσα με ανέρριψεν, επιάσθην από ένα ξύλον, που κατά τύχην εύρον από τα συντρίμματα του καραβιού, και βαστώντας καλά το ξύλον, πότε με τα χέρια, και πότε με τα ποδάρια βοηθούμενος ωσάν με κουπιά, ομοίως και το κύμα όντας σφοδρόν από τον άνεμον, κατήντησα τέλος πάντων εις τα περιγιάλια ενός νησιού προς τα τέλη της ημέρας, και εκεί το κύμα με έρριξεν έξω με το ξύλον σχεδόν ημιθανή από την κακοπάθειαν της θαλάσσης.

Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.