Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Και τότε μπορεί να μην πιστέψης εκείνο που βλέπω. Με κοίταζε όλην την ώρα φοβισμένη, σα να νόμιζε πως θα της αντιλογήσω. Μα δεν το κάνω ποτέ. Δεν το γνωρίζω κιόλας ο ίδιος τι πιστεύω. Έχω πάθει τόσο φοβερούς κλονισμούς, που δεν τολμώ να πω τι είναι πραγματικότητα και τι φαινόμενο στην πείρα των άλλων.

Δύο φοράς εκινήθησαν οι πόδες της προς τα εμπρός και πάλιν όμως συνεκρατείτο επιστρέφουσα επί των βημάτων της, φοβισμένη και ανήσυχος. Αλλ' η φλογέρα εξηκολούθει τον διάτορον αυτής συριγμόν, εις την υπερτάτην βαθμίδα του πάθους.

Ενόησα ότι ήτο φοβισμένη, και μη γνωρίζων τι να είπω προς ενθάρρυνσίν της έσκυψα και εφίλησα την μικράν χείρα της. Έστρεψε τότε προς εμέ τους γαλανούς οφθαλμούς της και με ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν,― Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι; ― Όχι, Δέσποινά μου, θα φύγωμεν. Μη φοβήσαι. Δεν θα μας πειράξη κανείς! ― Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ηξεύρω. θα τον σκοτώσουν !

Είπε, και σκιάχτηκε η θεά, η γελαδόματη Ήρα, και φοβισμένη απάντησε διο φτερωμένα λόγια 35 «Σ' αμώνω τώρα μα τη Γης, μα τα ουράνια απάνου, και μα τη μελανόχυτη της Φρίκιας καταβόθρα, π' όρκος ο πιό 'ναι φοβερός με τους θεούς και δέτης, μα τη σεπτή σου κεφαλή, το νυφικό μας στρώμα, το στρώμα εγώ που ψέφτορκα στο στόμα μου δεν πιάνω, 40 σου τάζω ο σείστης Ποσειδός δε βλάφτει απ' αφορμή μου τους Τρώες και τον Έχτορα, ή και βοηθάει Αργίτες, Μον θαν τον σπρώχνει αφτόθελα μέσα η καρδιά, γιατί είδε και πόνεσε τους Αχαιούς πούταν στενά ζωσμένοι.

Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει γελών: — Τα φαντάσματα! Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα παράθυρα. Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε, χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων: — Τα φαντάσματα!

Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου. Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.

Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.

Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.

Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη. Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις μακρυνήν υπόσχεσι.

Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικήσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήση, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρη στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξη κοντά της. Έχει μήνυμα να του πη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν