United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότε; όταν κερδήσωμεν το λαχείον; — Λαχείον είπες; α! ναι, είδες; . . . λέγει ο σύζυγος, και αφίνων αίφνης τα χαρτιά επί της τραπέζης, προσθέτει μετά μικράν τινα σκέψινΤι έκαμες ταις πέντε προμέσαις που σου έδωκα ταις προάλλαις; — Ταις εφύλαξα. Α! έδωκα μίαν της καϋμένης της μαγείρισσας!

Εις τους πυρίνους του αρχιληστού οφθαλμούς νέαι φλόγες απήστραψαν. Ο δε Θανάσης προσθέτει: — Όταν μου έδωσες το δισάκκι, τα χρήματα ήσαν εις το εμπροσθινόν μέρος, το οποίον εβαστούσα καλά με τα δυο μου χέριατην αγκαλιά μου.

— Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ' άγραφα. — Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . . — Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον! — Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίσητην σάλα, και τόρα έφθασα! προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,

Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του, εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν. Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει τόσον αποτόμως. — Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-Δημάκης, εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του.

O Αριστ. θεωρεί την ψυχήν ως κινούν ακίνητον, ως δίδουσαν την κίνησιν χωρίς αυτή να κινήται. Εις τα Φυσικά του Αριστ. Αλλαχού προσθέτει την γένεσιν και την φθοράν. Πρώτον λοιπόν επιχείρημα κατά της Πλατ. διδασκαλίας, ότι η κίνησις είναι η ουσία της ψυχής, είναι ότι η ψυχή θα ήτο εν χώρω, υλική. Η ψυχή τότε ηδύνατο να κινήται υπό εξωτερικής δυνάμεως.

Επειδή δε προφανώς η μέθοδος αύτη της χρεωλυσίας είναι βραδυτάτη, ο νόμος προσθέτει Διά του διπλού τούτου μέσου υπολογίζεται υπό της βραχυτάτης εισηγητικής του νομοσχεδίου εκθέσεως , ότι εντός ουχί μακρού χρόνου και άνευ θυσίας διά το δημόσιον θέλουσιν αποσβεσθή αι εκδοθησόμεναι ομολογίαι.

Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει εν τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων βραδέως την τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και επαναλαμβάνων ευθύς, έτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α! — Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να μειδιάση επίσης.

Επομένως το δίκαιον είναι κάπως μέσον, αφ' ου τοιούτος είναι και ο δικαστής. Ο δε δικαστής επαναφέρει την εξίσωσιν, και, καθώς εις μίαν γραμμήν η οποία εκόπη εις άνισα μέρη, αφαιρεί από το μεγαλίτερον τμήμα το ποσόν κατά το οποίον αυτό είναι μεγαλίτερον από το ήμισυ, και το προσθέτει εις το μικρότερον. Όταν δε το όλον χωρισθή εις δύο ίσα, τότε λέγουν ότι επήραν το ιδικόν των, εάν λάβουν το ίσον.

Το μάθατε κηόλα; ερωτά εκείνος, ποιος σας το πρόφθασε; — Ο καϋμένος ο Δημήτρης έτρεξε ευθύς και μας το είπεν, απαντά η σύζυγος του μεσίτου. — Κ' ελιποθύμησ' ευθύς, 'σαν τον στρατιώτην του Μαραθώνος, προσθέτει ο Τηλέμαχος, πρόσφατον έτι έχων εις την μνήμην του το ιστορικόν γεγονός, χάρις εις τας α π α ν τ ή σ ε ι ς ά ν ε υ ε ρ ω τ ή σ ε ω ν της «Ε β δ ο μ ά δ ο ς».

Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς· — «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί προς εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης υπογραφής. Ποία είνε αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος προς την σύζυγόν του· δεν την βάζει ο νους μου. — Ευλαλία; απαντά εκείνη.