United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ο Μάχτος όχι διότι παρεπείσθη εκ των προτροπών του, αλλά μάλλον διότι ησθάνθη το οχληρόν του πράγματος, εδοκίμασε να ανασηκωθή, διότι ήτο γονυπετής, και τότε ο Θευδάς τω έτεινε την χείρα ειπών αυτώ: «Είνε ανάγκη να εύρωμεν τον αυθέντην μου». Η τελευταία λέξεις εκόπη διχή μεταξύ του λάρυγγος και των οδόντων του Θευδά.

Επομένως το δίκαιον είναι κάπως μέσον, αφ' ου τοιούτος είναι και ο δικαστής. Ο δε δικαστής επαναφέρει την εξίσωσιν, και, καθώς εις μίαν γραμμήν η οποία εκόπη εις άνισα μέρη, αφαιρεί από το μεγαλίτερον τμήμα το ποσόν κατά το οποίον αυτό είναι μεγαλίτερον από το ήμισυ, και το προσθέτει εις το μικρότερον. Όταν δε το όλον χωρισθή εις δύο ίσα, τότε λέγουν ότι επήραν το ιδικόν των, εάν λάβουν το ίσον.

Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε: — Η ζωή είσαι συ! Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής.

Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.

Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε·Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη.

Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο• ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας• αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύςτο ερώτημα του• «εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία, ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260 εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα• τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία. στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη, 'που τώρα η δόξα του αντηχείτα πέρατα τον κόσμου, την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265 πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοιτα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης, ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων. σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις• των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270 ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».

Οι δ' επιβάται σκύπτοντες από των πλευρών του πλοίου έβλεπον την θάλασσαν, και αι γυναίκες έκραζον : ― Έπεσε εις την θάλασσαν! Σώσατέ την! Ο πλοίαρχος διέταξε να χαλαρώσωσι τα ιστία. Εκόπη του πλοίου ο δρόμος, και η λέμβος κατεβιβάσθη. Αλλ' ο άνεμος έπνεε δυνατός και είχομεν ήδη αφήσει οπίσω το άγνωστον εκείνο σημείον, όπου ηκούσθη ο απαίσιος ήχος, όπου η Ανδριάνα ερρίφθη εις το πέλαγος.

Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω.

Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα! Εν τω μεταξύ είχαν αμματίσει το παλάγκον, και πάλιν νέα προσπάθεια κατεβλήθη. Αλλά δεν παρήλθον ολίγα λεπτά και το παλάγκον εκόπη εις άλλο μέρος, όχι εκεί όπου το είχαν αρτίως αμματίσει.

Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν.