United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται βαθύ σκότος και ερημίαν, όταν όλοι τον εγκαταλείπουν και ζη πάντοτε μόνος του. Κρίνε το από τον εαυτόν σου, αν θέλης. — Δεν στοχάζομαι καλά, αλλ' έτσι πρέπει να είνε, απήντησεν ο Γύφτος. — Λοιπόν βαρύνεται κανείς τον κόσμον αυτόν. Ποίος ειξεύρει πόσας κρυφάς και βαθείας πληγάς θα έχη ο καϋμένος ο κύριός μου, και πόσον θα πονή μέσα του. — Και αυτό γίνεται.

Για να μη γίνω, κ' εγώ σαν της γυναίκες πούχες γύρω σου. Το ψέμα γεννά το ψέμα κι η ατιμία τον ψυχικό θάνατο. Κ' εγώ ήθελα να σώσω την ψυχή μου και την έσωσα. Εγώ μέσα στο πένθος και στα δάκρυα που έζησα είκοσι χρόνια τώρα, εφύλαξα μια καρδιά μάνας ώμορφη κι' αμόλυντη κι' αγνή. Και σαν καθρέπτη καθαρό και άδολο, που βλέπει το παιδί μου μέσα, χωρίς να κοκκινίζη και χωρίς να πονή.

Τούτο το όραμα ιδούσα η μνήμη του ηνιόχου, πληρούται φόβου και σεβασμού, και πίπτει οπίσω ύπτια, συνάμα δε αναγκάζεται να ελκύση προς τα οπίσω και τα ηνία μετά τόσης σφοδρότητος, ώστε καθίζουσι στηριχθέντες εις τα ισχία των και οι δύο ίπποι, ο μεν εκουσίως διότι δεν ανθίσταται, ο δε ακόλαστος εντελώς ακουσίως· εν ώ δε ευρίσκονται εις απομάκρυνσιν, ο μεν είς ίππος από εντροπήν και θάμβος διαβρέχει την ψυχήν του με ιδρώτα αγωνίας, ο δε άλλος μόλις έπαυσε να πονή ένεκα του χαλινού και της πτώσεως, και μόλις ανέλαβεν άνεσίν τινα, από την οργήν του ονειδίζει και κακολογεί πολλά και τον ηνίοχον και τον ομόζυγον ίππον ως δειλούς και ανάνδρους λιποτάκτας και παραβάτας των υποσχέσεών των· και αναγκάζει αυτούς χωρίς την θέλησίν των να επαναλάβωσι την έφοδον, και μόλις κατόπιν των παρακλήσεών των συναινεί εις αναβολήν τινα.

Εσκέφθη να γυρίση οπίσω, αλλ' ήτο νύκτα πλέον και θα υπέφερε πολύν κόπον εις την νυκτερινήν οδοιπορίαν, με τους ανωμάλους και βοθρώδεις δρόμους και με την σκοτίαν της ασελήνου νυκτός. Εξανάκαμε τον σταυρόν του. Συνέσφιξε όσον ηδύνατο την καρδίαν του, καθώς σφίγγομεν την μέσην μας όταν μας πονή, και προσήγγισε. Του ήλθε λογισμός να παρέλθη χωρίς να έμβη να προσκυνήση. Αλλά μετέγνω κατόπιν.

Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν.

Η Φωτεινή περιπατούσε συλλογισμένη· η λύπη της ήτο, διότι ο πατέρας της δεν είχε πλέον βάρκα, θα επήγαινε τώρα ως υπηρέτης εις άλλον ψαράν να εργάζεται με το ημερομίσθιον. Εσυλλογίζετο και τον παππού της... Ολομόναχος ο καϋμένος ο γέρος, καθώς είνε, να πονή και να μη μπορεί να κουνηθή!

Ο άνθρωπος είχε διάθεσιν να συνάψη ομιλίαν μετά των ευρισκομένων εις την τραπεζαρίαν, διά να παρέλθη ευκολώτερον ούτω η ώρα, αλλ' αι προς τούτο απόπειραί του εναυάγησαν. Ο φοιτητής απεκρίθη πολύ λακωνικώς, ίσως μάλιστα ολίγον αποτόμως, εις την ερώτησίν του εάν πονή κατά συνέπειαν της πολλής μελέτης.

Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή. — Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210 «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες, λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες, και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215 ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα, μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους; ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη, τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220 θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη, ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνητο πλευρό του,— αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα, τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».

Αμαρτία μάλιστα μου φαινότανε, να πονή ακόμα το έθνος από τέτοια φοβερή συφορά και μεις να το νανουρίζουμε με τραγούδια, αντίς να μελετούμε το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνη για να μην ξανακυλήση σε παρόμοια ταπείνωση· αμαρτία να παίζουμε με τη φαντασία, αντίς να δουλεύουμε με το νου. Σα να μην το ψυχολόγησα και πολύ καλά θα μου πης, αυτό.