United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα σωστά σου, Σταύρο; Παρετήρησεν εκπεπληγμένη η Κρατήρα, ήτις, προ της απροσδοκήτου αυτής ιδέας του συζύγου της να εξέλθη εις τον ελαιώνα, εύρε πολλήν την χιόνα και άβατον, ην πρότερον έκρινεν ολίγην, κολακεύουσα την αδυναμίαν της ως προς τους φούρνους. — Με τέτοιο χιόνι!, επανέλαβε πάλιν η Κρατήρα και προσήνεγκε εις τον σύζυγόν της την μποτίλιαν με το τσίπουρο.

Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρογια της πρώτες χολέςλέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέΓιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

Και εις το τέλος οι ταλιαγρήται είχον τηγανίταις με το καλλίτερο λάδι, και τσίπουρο ντόπιο, και μη ρωτάς. Μόνον ένα λάθος έκαμε, κουρασθείς πλέον. Εις το «Χριστός γεννάται» κατά το έθος, έπρεπε να κινήση σταυροειδώς τον πολυέλαιον, εις ένδειξιν χαράς, αλλ' ελησμόνησαν να τον ανάψουν εγκαίρως, ο δε κυρ-Χριστόφιλος, νομίζων ότι είνε αναμμένος, τον εκίνησε σβυσμένον. Δεν πειράζει όμως.

Κ' εκέρασε πρώτα-πρώτα αυτός τους ναύτας από ένα τσίπουρο της πατρίδος του, της αμπέλου του ευώδες ποτόν, για να τους βάλη, ως έλεγε, λίγο-λίγοτο δουζένι . Και ούτω πράγματι ήρχισαν να ψάλλωσιν οι ναύται κάτω το άσμα των Χριστουγέννων μετά πόνου βιαζόμενοι να λησμονούν την πατρίδα και τας οικίας των, συνηθισμένοι εις τας αποδημίας.

Τότε ο Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν κατεδικάζοντο.

Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή. — Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!

Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο καπετάν-Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας: — Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ Γεωργή μου! Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!

Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.

Κι όλο αυτό το δροσερό πανόραμα της εξοχής, άλλαζε κ' έπαιρνε στα μάτια μου όλα τα μεθυστικά χρώματα της χινοπωριάτικης βραδιάς. Το χωριό με τη μικρή πλατεία του, τριγυρισμένη από φουντωτές σκαμνιές, με τους χωριανούς, πόπιναν το τσίπουρό τους απόξω στα μαγαζάκια τους, με τ' αρχοντικά σπίτια του και τις φτωχικές καλύβες του, απλόνουνταν κάτω απ' το παράθυρο σ' απαλή γαλήνη.

Διά τούτο ο καπετάν- Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν, ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του: — Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου! Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα- πέρα. Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα.