United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα, κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον, κατεβίβασε την μανδήλαν της. — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα!

Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης; — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι! — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά. — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη; — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!

Έβλεπεν ότι το κέρδος του ηλαττούτο ολονέν διά των νέων προσφορών του πλοιάρχου και δεν ήτο διόλου ευχαριστημένος. Δεν ήτο δε και τόσον πλούσιος όσον τον εφαντάζοντο. Ο φίλος του, ο κυρ-Βαρσαμός, ο παντοπώλης, μαθών ότι προέτεινε νέαν προσφοράν, είπε: — Τι κάμνεις, αδελφέ κυρ-Δημάκη; Έχεις σκοπόν να μας φύγης νύχτα πάλιν;

Χήραι τινες, αι τοσάκις δεκατισθείσαι, ανακαλύψασαι το μέτρον του κυρ-Δημάκη το κίβδηλον, δι' ου ο λαίμαργος δέκατιστής υπέκλεπτε δέκα δράμια περιπλέον εις τας πέντε οκάδας, παρέδωσαν εις τον Γιωργήν της Θασίτσας, όστις συντρίψας, εκρότει αυτό ως αποτυχούσαν κάλπην, θορυβών και αλαλάζων εις τας γειτονίας: — Και δήμαρχος, καπετάν-Παρμάκη!

Μόνον ο δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με την πένναν εις το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν τη αγορά: — Μια λαδιάμια χαράτα κατάφερες, κυρ-Δμάκη! Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής, απήντησε προχείρως: — Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο!

Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ! — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη! Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος. Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο.

Αλλά το τέταρτον έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων, εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος. — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας. — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν, ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου.

Απερίγραπτος λοιπόν ήτο η χαρά του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης ενοικιάσεως ελάμβανε παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά την υπογραφήν, ην είχε χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του, εις ον είχον κατακυρωθή τα δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή έτη.

Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρογια της πρώτες χολέςλέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέΓιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής, θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη. — Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού υπηρέτης.