United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρχισεν αμέσως ν' αναγινώσκη• αν δε καλώς ενθυμούμαι, οι στίχοι τους οποίους ανέγνωσεν ήσαν οι εξής• Ή οίη πότ' άρ' Αρισταινέτου εν μεγάροισι δία Κλεανθίς άνασσ' ετρέφετ' ενδυκέως προύχουσ' αλλάων πασάων παρθενικάων, κρέσσων της Κυθέρης ηδ' άμα της Ελένης. Νυμφίε, και συ δε χαίρε, κράτιστε τεών συνεφήβων, κρέσσων Νιρήος και Θέτιδος πάϊδος.

Συνελθών δε εις εαυτόν, έπεσε γονυπετής ενώπιον του γέροντος πατρός του, και χύνων δάκρυα μετανοίας εζήτει συγγνώμην. Σωφρονισθείς δε έκτοτε υπό των ανωτέρω λόγων του παιδός του, εξηκολούθησε διατρέφων και περιθάλπων τον ασθενή πατέρα του, μέχρις ου ο γέρων μετέβη εις την άλλην ζωήν, ευλογών και τον μετανοήσαντα υιόν του και τον αγαπητόν του Θωμάν.

Εκτός του παιδός, ουδείς εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον — κ' εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή.

Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών: — Καλή χρονιά, θεια Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.

Αλλ' η Μάσιγγα, όπως είχεν εξωτερικώς αχώριστον έτι την φύσιν της παιδός και της νεάνιδος, ούτως είχεν εν τω πνεύματί της το απροκάλυπτον και ανυπόκριτον της παιδικής απλότητος συνδυασμένα με την οξύνοιαν και την λεπτήν κρίσιν ωρίμου και δυνατής διανοίας.

Διότι, λέγουσι, δεν είναι φυσικόν να φονεύεται ο αληθής πατήρ παρά του παιδός του. Τοις είναι απηγορευμένον να ομιλώσι περί των πραγμάτων εκείνων τα οποία δεν τοις επιτρέπεται να πράττωσι. Το ψεύδος θεωρείται παρ' αυτών ως αισχρότατον ελάττωμα· έπειτα έρχονται τα χρέη, και τούτο διά πολλάς αιτίας, αλλά προ πάντων, ως λέγουσιν, ένεκα της ανάγκης εις ην ευρίσκεται ο οφειλέτης να είπη ψεύματα.

Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν την μανίαν; — Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του, να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα ερήμην. — Το λέγεις τάχα δι' εμέ; — Και διά σε και δι' εμέ.

Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.

Όταν δε πλησιάσωσι τον αγαπώμενον βλέπουσι την όψιν αυτού απαστράπτουσαν. Όταν δε ίδη την όψιν του παιδός ο ηνίοχος διά της μνήμης ανάγεται προς αυτήν την ουσίαν του κάλλους και πάλιν βλέπει αυτήν βαίνουσαν μετά σωφροσύνης επάνω εις την αγνήν έκτασιν του ουρανού.

Ο ουρανός κατάμαυρος, εφαίνετο ότι εστηρίζετο εις τους ιστούς του μπάρκου· και εντός της φοβεράς εκείνης θολότητος εστριφογύριζαν παγωμένα πράγματα χιονονιφάδες ξανεμιζόμεναι υπό της λαίλαπος, ως ξανεμίζεται ο σίτος εις την άλωνα. Πολλαί αυτών προσέκρουσαν με βίαν εις το αγριωμένον πρόσωπον του καπετάν-Φώκα, ως μόλυβδος δε κρύος επέψαυσαν και τα ώτα του οι λόγοι του παιδός οι συνετοί.