Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Με αυτά λοιπόν που είπεν επροκάλεσεν εις πολλούς θόρυβον και από τους ακροατάς έπαινον· και εγώ κατ' αρχάς μεν, ωσάν να ήθελε φάγω γροθιά από δυνατόν γρονθιστήν, εσκοτίσθην και εγύρισα το κεφάλι μου καθώς είπεν αυτά και οι άλλοι τον εχειροκρότησαν· έπειτα, διά να σου είπω την αλήθειαν, διά να εύρω καιρόν να σκεφθώ τι λέγει ο ποιητής, εγύρισα προς τον Πρόδικον και τον εκάλεσα και του είπα·

ΠΡΟΣΠ. Πνεύματα, που με το μέσο της τέχνης μου εκάλεσα από τη σφαίρα τους, για να ενεργήσουν εκείνο, που μου φαντάσθηκε τώρα. ΦΕΡΔΙΝ. Ας ζήσω για πάντα εδώ· ο θαυμαστός πατέρας, και μία σύντροφος, κατασταίνουν τούτο τον τόπο ένα Παράδεισο. Η ΗΡΑ κ' η ΔΗΜΗΤΡΑ κρυφομιλούν και στέλνουν την ΙΡΙ για θέλημα. ΠΡΟΣΠ. Τέκνα μου, σιωπή· η Ήρα με τη Δήμητρα κρυφομιλούν σοβαρά.

Εκτός του παιδός, ουδείς εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον — κ' εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή.

Αλλά συ έπρεπε να καλέσης εναντίον του τους άλλους Κύκλωπας. ΚΥΚΛ. Τους εκάλεσα, πατέρα, και ήλθαν. Αλλ' όταν με ηρώτησαν ποίος μ' εκακοποίησε και εγώ απήντησα Κανείς, ενόμισαν ότι ετρελλάθηκα και μ' αφήκαν κ' έφυγαν. Κατ' αυτόν τον τρόπον μ' εγέλασε ο αναθεματισμένος εκείνος με το όνομά του.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε εγώ σ' εκάλεσα να έλθης στην κηδεία ούτε που ήρθες χαίρομαι. Να πάρης και τα δώρα που έφερες, γιατί σ' αυτήν εγώ δεν θα τα βάλω. Για να ταφή, απ' τα δώρα σου ανάγκη αυτή δεν έχει. Τότε έπρεπε να λυπηθής, όταν εγώ εχανόμουν.

Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου. «Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει· »μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον »εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

ΦΙΛΟΣ. Και εθυμώσατε διότι ένας άνθρωπος σας εκακολόγησε, ενώ γνωρίζετε πόσα μου ψάλλει εμένα η Κωμωδία εις τα Διονύσια και όμως την θεωρώ φίλην και ούτε εις το δικαστήριον την εκάλεσα, ούτε επήγα να της παραπονεθώ, αλλά την αφήνω να λέγη τα συνειθισμένα της και τα πρέποντα εις την εορτήν; Διότι γνωρίζω ότι από τα σκώμματα δεν δύναται να προέλθη τίποτε κακόν, αλλ' εξ εναντίας το καλόν, όπως ο χρυσός όταν τρίβεται και καθαρίζεται, γίνεται λαμπρότερος και περισσότερον φαίνεται η αξία του.

Ο Στόγιος δεν είχε κοιμηθή ακόμη, φως έλαμπε διά του φεγγίτου. Τον εκάλεσα ονομαστί. Εγνώρισε την φωνήν μου και ελθών μου ήνοιξε. Μοι παρέσχε πρόθυμον ξενίαν και στέγην. Εγώ εν τούτοις δεν ήξευρα διατί είχα κρούσει την θύραν του, αφού δεν είχα ύπνον ούτε νυσταγμόν.

Τον εχαιρέτησα όπως συνειθίζω και τον είπα αφέντην και αμέσως ετράβηξα για να μη περπατώ μαζή του, όπως ήμουν κακοντυμένος, και τον ντροπιάζω• αυτός όμως μου φώναξε και μούπε• Μίκυλλε, σήμερον έχω τραπέζι, γιατί εορτάζω τα γενέθλια της κόρης μου, κι' εκάλεσα πολλούς από τους φίλους μου.

Ο Ευαγγελιστής υπαινίσσεται μόνον την αφορμήν της φυγής και της επανόδου, και ευρίσκει εις την επάνοδον την εκπλήρωσιν της παλαιάς προφητείας του Ησαΐα, «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον Υιόν μου». Η φυγή εις Αίγυπτον είχεν συνεπείας τραγικωτάτας. Βλέπων ότι οι Μάγοι δεν επανήλθον προς αυτόν, ο Ηρώδης κατελήφθη από τρόμον ισχυρότερον και μίαν ζηλοτυπίαν πλέον μαύρην και πλέον μοχθηράν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν