Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Εκεί τον είδα κ' επλησίαζεν εις το γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την υποψία μέσα του, μ' εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ' εστράφη πίσου κι' άρχισε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ' όλη μου τη δύναμι, μα ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί φεύγοντας.
Και τώρα δεν προσμένετε βεβαίως να σας 'πώ τα όσα 'στο ταξείδι μου ετράβηξα και είδα, ούτ' έχω, όπως μερικοί φιλόδοξοι, σκοπό να ξεφυλλίσω κάθε μια του βίου μου σελίδα. Αυτός, που επιτάφιον ποτέ θα μ' εκφωνήση, τας φάσεις όλας ας ειπή ζωής ευτυχισμένης αλλά ποτέ δεν θα δεχθώ να με βιογραφήση εις την &Ποικίλην& του &Στοάν& ο κύριος Αρσένης.
ΜΕΝ. Όχι δωρεάν, φίλε μου• διότι και τα νερά του πλοίου έχυνα και κουπί ετράβηξα και μόνον εγώ από τους επιβάτας σου δεν έκλαια. ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτε για μένα• πρέπει να πληρώσης τον οβολόν• αλλοιώτικα δεν μπορεί να γείνη. ΜΕΝ. Λοιπόν γύρισέ με πάλιν εις την ζωήν. ΧΑΡ. Αστείος είσαι, διά να έχω και τιμωρίας από τον Αιακόν. ΜΕΝ. Παύσε να με σκοτίζης λοιπόν.
Ο Τούρκος εξηκολούθησεν: — Αυτήν την φορά ήμουν καλά κρυμμένος· και για να του πάρω κάθε υποψία τον αφήκα να περάση το γεφύρι. Και σαν είδα πως καταίβηκε στην όχθη κ' έσκυψε να πιη νερό, επερίμενα ακόμη μια στιγμή, για να μη πάρω το κρίμα στο λαιμό μου... Κ' ύστερα ετράβηξα... — Ω! Άθλιε! Εφόνευσες τον αδελφόν μου!
ΒΕΡΑ — Εγώ έδειξα πως δεν εξέχασα. Νομίζω πως το έδειξα. Ο καιρός δεν επέρασε για μένα. Δε μιλώ για τον εαυτό μου. Η ζωή μου σταμάτησε στην αρχή του δρόμου. Όμως σταμάτησε σ' ένα περιβόλι, που δε μαράθηκαν ποτέ τα λουλούδια του. Γιατί δεν άφισε να μαραθούν. ΦΛΕΡΗΣ — Κ' εγώ θέλω να ξαναγυρίσω στην αρχή του δρόμου. Δεν είναι το ίδιο Βέρα; Τι σημαίνει αν ετράβηξα μπροστά εγώ.
Ο Τούρκος εξηκολούθησε: — Μα πριν προφθάσω ακόμα να κρυφθώ, να κ' εμβήκε το σκυλί μέσα καθώς μου το περιέγραψε. Τον λύκο τον είχα σηκωμένο, μα έλα που έδωκα τον λόγο μου;! Εφοβήθηκα μην εννοήση τίποτε, και με κάμη να τον παραβώ. Έτσι εβγήκα, κ' ετράβηξα προς το γεφύρι. Απ' εδώ θα περάση, είπεν ο μυλωνάς. Εδώ τον εκαρτέρησα, στον ίδιο τον τόπο που έστεκεν, όταν εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου.
Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχασι, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν είξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακρυά, και τον δρόμο εγώ δεν τον είξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν, που μου είχε 'πεί η κουμπάρα, πως τίναζε τα φτερά.
Α' ΑΝΗΡ Τι λες! μ' αυτό το νόμισμα κ' εγώ εχαντακώθηκα• γιατί σταφύλια πούλησα και με χαλκό μπουκώθηκα, κ' ετράβηξα στην αγορά αλεύρι ν' αγοράσω• όταν, την ώρα που άνοιγα το σάκκο να το μπάσω, λέει ο κήρυξ: «Το χαλκό να μη παραδεχθούμε, κι' ασήμι μόνον του λοιπού θα μεταχειρισθούμε».
ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! τι να κάμω; σύγχυσι μας φέρν' η δυστυχία. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Νά, εκδικήσου το θεό που σ' έχει αδικημένη. ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς θα νικήσω εγώ, θνητή, τον δυνατώτερό μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τα ιερά χρηστήρια να κάψης του Λοξία. ΚΡΕΟΥΣΑ Φοβάμαι• γιατί βάσανα ετράβηξα ως τώρα. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, καμ' εκείνο που μπορείς• και σκότωσε τον άνδρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Τον σέβομαι, απ' τον καιρό που ήταν καλός για μένα.
Τον εχαιρέτησα όπως συνειθίζω και τον είπα αφέντην και αμέσως ετράβηξα για να μη περπατώ μαζή του, όπως ήμουν κακοντυμένος, και τον ντροπιάζω• αυτός όμως μου φώναξε και μούπε• Μίκυλλε, σήμερον έχω τραπέζι, γιατί εορτάζω τα γενέθλια της κόρης μου, κι' εκάλεσα πολλούς από τους φίλους μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν