United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ' εμβαίνει με τον σάκκο του κ ο ν α κ ι ο ύ στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του. — Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; Είχαν περάσει κοντά δώδεκα μέρες από κείνη τη βραδειά, που του το είχα εμποδίσει.

Έβγαλεν αμέσως τα μεταξωτά φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον άσπρο σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ τ' ήταν εκείνο! τι πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού ή του κυμάτου γέλασμα στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν ευθύς η έρμη ζωή του ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της.

Α' ΑΝΗΡ Τι λες! μ' αυτό το νόμισμα κ' εγώ εχαντακώθηκα• γιατί σταφύλια πούλησα και με χαλκό μπουκώθηκα, κ' ετράβηξα στην αγορά αλεύρι ν' αγοράσω• όταν, την ώρα που άνοιγα το σάκκο να το μπάσω, λέει ο κήρυξ: «Το χαλκό να μη παραδεχθούμε, κι' ασήμι μόνον του λοιπού θα μεταχειρισθούμε».

Διά ν' αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν, με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο «Αρχαγγέλους» και «Πιστωτικές». Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν' αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφισαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρες, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.

Τους βλέπεις από μια στιγμή εις άλλη να πληθαίνουν, και λες πως χοίρους έχουνε μες το σιτάρι σπείρει . . όσοι σοφοί και λόγιοι εις την Ελλάδα βγαίνουν, τόσοι βλαστάνουν βάρβαροι εις την Σκυθίαν χοίροι. Δεν έπαυσα να μάχωμαι και να τους κυνηγώ, μα τι να κάμω μόνος μου εμπρός σε τόσο πλήθος; ως που από το τρέξιμο 'κουράσθηκα κ' εγώ, και σ' ένα σάκκο έπεσα με γογγυτό 'στο στήθος.

Μα δίχως καν το χώμα μας να κηλιδώση αίμα, ειρήνης γλυκόχάραγμα 'στο έθνος μας εφάνη, και μόλις έβγαλα κι' εγώ το τουρκομάχον στέμμα, ευθύς εστεφανώθηκα με νυμφικό στεφάνι. Επέταξα τα όπλα μου, σπαθί, σκελέα, σάκκο, και σαν τρικούβερτος γαμπρός εφόρεσα το φράκο.

Όπου και να είναι, θα φθάση ένας με τον ταχυδρομικό του σάκκο στην αμασχάλη, με το τουφέκι στον ώμο του. Αυτός είναι ο φονιάς του σουλτανέλη. Ονομάζεται Χαραλάμπης, υιός του Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε περνά το ίδιο το γεφύρι, που έπεσες με τ' άλογο. Τα ώτα μου εβόιζον ισχυρώς, μόλις τον ήκουον.