United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο απειθής εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν, θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε.

Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένεςτο πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας ότιτην απουσία του πονούσε για το βιο του. πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.

Πώς σ' ενθυμούμαι, ω Αζόφ και Τάναϊ, ακόμη! κάθε ημέρα κίνησις και νέο πανηγύρι· από σιτάρι κι' άχυρο εστρώνοντο οι δρόμοι, και έτρεχαν οι έμποροι, και έτρεχαν κι' οι χοίροι. Από καράβια φαίνεται ο ποταμός κλεισμένος, κι' αν κάπου κάπου έξαφνα παφλάζη με ορμή, βλέπεις εκεί να λούζεται ξανθόκομος παρθένος, και να πηδά μες 'στους αφρούς αφρόπλαστο κορμί.

Αλλ' όταν ο ποταμός ποτίση αφ' εαυτού την γην και έπειτα αναχωρήση οπίσω, έκαστος ρίπτει τον σπόρον εις τον αγρόν του και εισάγει εις αυτόν χοίρους· αφού δε οι χοίροι καταπατήσωσι τον σπόρον, περιμένει έπειτα τον θερισμόν και έπειτα αλωνίσας διά των ιδίων χοίρων τον σίτον, τον κομίζει εις τας αποθήκας του.

Τότε εφροντίζανε να τρώνε τα βόιδια άχερο στους σταύλους, τα γίδια και τα πρόβατα στις στάνες φύλλα, οι χοίροι στα χοιροστάσια πρινοκόκκι και βαλανίδια.

Προς τοιαύτην δοκιμασίαν ουδ' ο ισχυρογνωμονέστερος πολύπους αντέχει, αλλ' εξέρχεται βιαίως και τότε τιτρώσκεται διά του αλιευτικού όπλου όπερ καλείται διγόφι . Το μηχάνημα τούτο εν τη φρασιολογία των αλιέων λέγεται « βάλλω φωτιά » ίσως διά την βιαίαν εξόρμησιν του πολύποδος ώσπερ φεύγοντος το πυρ. Οι χοίροι λαιμάργως καταβιβρώσκουσι την ρίζαν όθεν πολλάκις η κυκλαμιά καλείται γουρουνοχόρτι .

Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· 325 έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα.

Πρόκειται δηλαδή να εξετασθή αν πρέπει να ζώμεν ως χοίροι κάτω βλέποντες χωρίς να σκεπτώμεθα τίποτε ευγενές ούτε υψηλόν, ή να θεωρούμεν το ευχάριστον κατώτερον του ηθικού και ελεύθεροι ελευθέρως να φιλοσοφούμεν και μήτε τον πόνον ως τι ακατανίκητον να φοβούμεθα, ούτε το ευχάριστον ως κτήνη να προτιμώμεν και την ευτυχίαν να ζητούμεν εις το μέλι και τας ισχάδας.

Κι' ενώ αυτά μου έψαλλαν οι ποιηταί τριγύρω, οι χοίροι ηύρανε καιρό και πέφτουν 'στο σιτάρι, κι' εγώ τους έβλεπα, χωρίς μια πέτρα να τους σύρω. .. οι ποιηταί μου έδεσαν και χέρι και ποδάρι. Προφθάνει και ο έμπορος με άμαξαν αχύρων· ω! τι θυμός θα έσεισε τα άμουσά του στήθη σαν είδε την επάρατον επιδρομήν των χοίρων! και όμως . .. πάλι 'γέλασε και εσταυροκοπήθη.

Είξευρα στίχους να μετρώ και όχι σιτηρά· και όμως πόσον αγαθός ο έμπορός μου ήτο! κακό δεν εξεστόμισε για 'μένα μια φορά, με χαμογέλοιο μ' έβλεπε και εσταυροκοπείτο. Μια 'μέρα μ' είπε «κάμε μου, αν αγαπάς, τη χάρι να μείνης μια στιγμή εδώ εις την σιταποθήκη, και πρόσεξε να μη σου φαν οι χοίροι το σιτάρι...» Για φαντασθήτε τι 'ντροπή για με, τι καταδίκη!