United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι άμα πια εβασίλεψε ο ήλιος έφερναν τα κοπάδια στις στάνες· κ' η Χλόη δεν έπαθε τίποτε παραπάνω παρά ότι επιθυμούσε να ιδή και πάλι τον Δάφνη να λούζεται.

Κι' ο Πάρης δε χασομεράει στον αψηλό του σπίτι, μόνε σα χαλκοφόρεσε την πλούσια αρμάτωσά του, περνάει τη χώρα τρέχοντας μ' ακούραστο ποδάρι. 505 Σαν άλογο, που στο παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμά στον κάμπο πιλαλώνταςγιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμιαπερήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του, κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, 510 κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά, γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν άλογα και στα λιβάδια βόσκουν· έτσι και του Πριάμου ο γιος, αστράφτοντας σαν ήλιος μες στη λαμπρή του αρματωσά, κατέβηκε το κάστρο καμαρωτός, και γλήγορα τον πήγαιναν τα πόδια.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ' ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ' ανάλαφρη καρδιά και μ' αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα.

Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια, Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι, κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω, 485 Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια, κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν, που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.

Πώς το βαρβάτο σε παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμάει στον κάμπο πιλαλώνταςγιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμια265 περήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν αλόγα και στα λειβάδια βόσκουν· έτσι κι' εκείνος γόνατα και πόδια γοργοκούναε, κι' έκραζε ομπρός! άμα άκουσε τα θεϊκά τα λόγια. 270

Πώς σ' ενθυμούμαι, ω Αζόφ και Τάναϊ, ακόμη! κάθε ημέρα κίνησις και νέο πανηγύρι· από σιτάρι κι' άχυρο εστρώνοντο οι δρόμοι, και έτρεχαν οι έμποροι, και έτρεχαν κι' οι χοίροι. Από καράβια φαίνεται ο ποταμός κλεισμένος, κι' αν κάπου κάπου έξαφνα παφλάζη με ορμή, βλέπεις εκεί να λούζεται ξανθόκομος παρθένος, και να πηδά μες 'στους αφρούς αφρόπλαστο κορμί.