United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο ... ΦΛΕΡΗΣΌμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα.

Αυτό ήτο επίκαιρος προσφορά· η ευτυχία ήτο ευνοϊκή εις τον Ρούντυ, όπως είναι πάντοτε εις εκείνον, ο οποίος οικοδομεί επί του εαυτού του, και σκέπτεται ότι: «Ο Θεός μας δίδει τα καρύδια αλλά και δεν μας τα σπάει». Ο Ρούντυ εκάθισεν εκεί εις τους συγγενείς του μυλωθρού 'σάν να ανήκεν εις την οικογένειαν· εκένωσαν και τα ποτήρια εις υγείαν του αρίστου σκοπευτού.

Όσο να ειπής «Κύρι' ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθαΤα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη!

Πώς αραδιάζει ο μάστορης σε τοίχο ολόρθου πύργου πυκνές τις πέτρες, που βοριά να μην τις σπάει δρολάπι, έτσι τα κράνα γράμμιζαν κι' αφαλωμένα ασπίδια. Ασπίδα ασπίδα στήριζε, άντρα άντρας, κράνος κράνος, 215 κι' άγγιζαν τα φουντόκρανα με τους χαλκένιους γρόμπους σα σκύβανε· έτσι στη σειρά πυκνοί σταθήκανε όλοι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όταν αγέρας σηκωθή ξερός, και μέσα τους χωθή, τότε σαν φούσκα της φυσά, όπου με βια της σπάει κι' απ' την πυκνότητα βαρύς έξω ευθύς πηδάει, και τούτο γίνετ' αφορμή, απ' τη μεγάλη την ορμή κι' από τον κρότο τον δικό του, να καίη αυτός τον εαυτό του. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία! να γιατί στων Διασίων τη γιορτή το ίδιο πράμα έπαθα χωρίς να το νοήσω.

Κι' όπως στην πολυτάραχη ακρογιαλιά το κύμα δίχως πλακώνει ανακοπή, βοριάς σαν το ξυπνήσει, και πρωταρχύς στο πέλαγο φουσκώνει, μα κατόπι σπάει στην ξηρά μουγκρίζοντας, κι' ολύγυρα στους κάβους 425 θεριέβει καθώς έρχεται κορφοστρογγυλωμένο, κι' όξω απ' τα σπλάχνα του ξερνάει της θάλασσας την άχνη· έτσι και τότε απανωτοί των Αχαιών οι λόχοι μ' απόφαση να παν ομπρός στον πόλεμο κινούσαν.

Και σπάει στα δάκρια ο γέροντας, κ' υψώνοντας τα χέρια χτυπούσε το κεφάλι του, και με φωνή και κλάμα το γιο του ξόρκιζε κ' ομπρός στο Ζερβοπόρτι ολόρθος 35 δίψαε ως στο τέλος του Πηλιά το γιο να πολεμήσει.

Έπειτα τσάκωσε δυο γιους του βασιλιά Πριάμου, διο σ' ένα αμάξι, που Χρομιό τους λέγανε κι' Εχέμο. 160 Κι' όπως λιοντάρι χύνεται σε βόδια εκεί που βόσκουν, και σπάει το σβέρκο μοσκαριού στο λόγγο και γελάδας, έτσι σκιαγμένους γκρέμισε κι' εκιούς τους διο ο Διομήδης μέσα απ' τ' αμάξι, κι' έπειτα και τ' άρματά τους πήρε, κι' έδωκε ναν του παν τα ζα οι φίλοι στα καράβια. 165