United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο ... ΦΛΕΡΗΣΌμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα.

Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες.

Αυτού που πας, πολέμαρχε, κι' αυτού που κατεβαίνεις, Πόσοι παλιοί σου σύντροφοι, θρεφτάρια του πολέμου, Να σ' αρωτήσουν καρτερούν για το καϋμένο Σούλι! Να μη δειλιάσης!..... Να το ειπής, ότι είνε σκλάβο ακόμα! «Νυκτών' η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς, — θυμάσαι, — τα στενά και τα σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από 'δω από την πόλη και από τα χωριά όξω.

Ο Αγαθούλης, μισός χαρά, μισός λύπη, γοητευμένος, που ξανάδε τον πιστό του υπηρέτη, ξαφνισμένος, που τον είδε σκλάβο, γεμάτος από τη σκέψη να ξανάβρη την αγαπημένη του, με την καρδιά ταραγμένη το πνεύμα άνω κάτω, κάθισε στο τραπέζι με το Μαρτίνο, που παρακολουθούσε με ψυχραιμία όλες αυτές τις περιπέτεις, μαζί με τους άλλους έξι ξένους, που είχαν έρθει να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία.

Ουφ! Λίγο καθαρόν αέρα, γιατί σκάνω! Θα μιλήσω λίγο σοβαρά με τον κ. Σκληρό που τον εκτιμώ για το καθάριο μυαλό του, και την ησυχία που συζητεί όλα, και καθίζει στο κάθε τι το σύστημά του. Θα τον ήθελα μονάχα λιγάκι πιο άνθρωπο σωστό και λιγώτερο σκλάβο της επιστήμης. Σε κανενός τις θεωρίες ο άνθρωπος δεν ταιριάζει να σκλαβώνεται, ούτε στις δικές του. Και της επιστήμης υπάρχουν σύνορα.

Κι όταν τον επρόφτασε που μόλις έμπαζε τη Χλόη, κι αυτή την παίρνει και τους άλλους χωριάτες τους ετσάκισε στο ξύλο· ύστερα ήθελε να τόνε σέρνη δεμένο καθώς σκλάβο από κανένα πόλεμο· και θα τον έσερνε, αν δεν επρόφταινε να λακίση.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Ρώτηξε τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που νάχη πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέση το νου, την &ιδέα;& Αν η ιδέα έχη μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστή ο φίλος και να κόψη το κεφάλι που τις γεννάει. Μα που να κόψη και την ιδέα!

Δε βάσταξε να τόνε βλέπη να κλαίη και πάλι τα πόδια να του γλυκοφιλή, επειδή ήτανε παλληκάρι μεγαλόκαρδο κ' ήξερεν από αγάπης πόνο, παρά τούδινε το λόγο του πως θα τόνε ζητήση, από τον πατέρα του και πως θα τόνε φέρη στην πολιτεία δικόνε του σκλάβο κ' εκείνου αγαπητικό.

Ο έρως είναι ελεύτερος, Ποτέ σου δεν μπορείς Να τον κρατήσης σκλάβο σου, Του κάκου το θαρρείς. Μη τον παντέχεις λαίμαργοτου Κροίσου τα καλά. Ή 'πής του μέγα Αλέξανδρου Ο θρόνος τον γελά. Τον διόχνει η σκυθρωπότητα, Το άγριο τον φοβάει· Ευγένια, και αξίωμα Αυτόν δεν τον τραβάει. Κι' αυτόν τον τυραγνάς· Και κράζεις υστερώτερα Τον έρωτα σκληρό, Αντίς να κράξης άτυχον Αυτό σου τον καιρό.