United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ιδού έρχεται και ο ιατρός εμπρός εις τον βασιλέα· ευθύς ο βασιλεύς τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και τον καθίζει εις τα δεξιά του, και του έκαμεν όλους τους επαίνους εκείνους των οποίων είναι άξιος ένας τέτοιος ιατρός, εμπρός εις τον βεζύρην του και εις τους μεγιστάνας· διώρισεν να τον ενδύσωσι με καυτάνι βασιλικόν και άλλα φορέματα παρόμοια· την ώραν δε του γεύματος τον εκάθισεν εις την βασιλικήν τράπεζαν να γευθή μαζί του, και όλοι οι μεγιστάνες έστεκαν ορθοί με τα χέρια σταυρωμένα· έπειτα του έκαμε μεγάλα και πολύτιμα χαρίσματα, και μεγάλας τιμάς, και καθ' ημέραν σχεδόν τον είχεν εις την συναναστροφήν του.

Και πέφτει μες στις σκόνες, και σφίγγει με τα δόντια του το μέταλλο το κρύο. 75 Το θεϊκόνε Υψήνορα τότες ο γιος του Βαίμου, γιο του γενναίου Δολοπιού, πούτανε του Σκαμάντρου βαλμένος λειτουργός και λες θεό ο λαός τον είχε, τότε ο λεβέντης Βρύπυλος τον πήρε κυνηγώντας, κι' εκεί μπροστά του πούφεβγε, πηδάει και του καθίζει 80 στον ώμο μια με το σπαθί κι' ως πέρα ξει το χέρι.

Κι' όχι δεν είπε της θεάς μήτε της γης ο σείστης, Μον πάει στον πύργο οχ του γιαλού τα βαθιά, και καθίζει 15 καταμεσύς τους κι' αρωτάει τον ορισμό του Δία «Τι πάλι, Αργυροκέραβνε, σε συντυχιά μάς κράζεις; Κάτι για Τρώες κι' Αχαιούς σα ν' αναδέβει ο νους σου, τι τώρα αυτών ο πόλεμος είναι άσβυστα αναμένος

Διότι ο κριτής δεν καθίζει ως μαθητής των θεατών, αλλά μάλλον ως διδάσκαλος, καθώς είναι βεβαίως δίκαιον, και διά να εναντιωθή εις τους θεατάς, οι οποίοι δεν αποδίδουν καθώς πρέπει την ηδονήν.

Απομεσήμερο έγεινε. Ώρα που μαζεύεται ο κόσμος στην Αγορά. Ώρα που πιάνει ο καθένας τη θέση που κληρονόμησε από γονιό και παππού, και καθίζει να δη τριγύρω του τα ίδια τα πρόσωπα, να στηλώση τα μάτια του στους ίδιους τους τοίχους, τα ίδια λόγια να πη, τις ίδιες ξυπνάδες νακούση· να πιη τον καφέ του από το ίδιο φελτζάνι, και το ίδιο το μαρκούτσι να πάρη στο χέρι.

Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρηςπαρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικάστην τρανοκόρμα απάνου του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας 60 τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι.

Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα 145 μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.

τα χόρτα το καθίζει Πέρνειτη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει, Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καρυοφύλλι, Πλένει το στόμα το βουβό καιτα νεκρά τα χείλη Βρίσκει ο Λαμπέτης άσβυστο σαν νάταν πετρωμένο Του γέρου το χαμόγελο γλυκ' αποκοιμημένο. Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότ' ένα δάκρυ πέφτειτο πρόσωπο του κλέφτη.

Καθίζει στο μαξιλάρι της η γριά, παίρνει τ' αδράχτι της, κ' η μικρούλα πάντα κοντά της. Κάτι έχει να της πη η γριά, και πρέπει να την ακούσουμε. «Δεν είναι μια δεν είναι δυο που με σταυρώνεις να σου τα πω· είσαι μικρούλα, και γιατί να σε κακοκκαρδίζω! Μα εσύ και καλά να τ' ακούσης. Λοιπόν άκου τα, φτάνει να μην τα ξεστομίσης κανενού καημένη, γιατί η κατάρα μου θα σε φάη.

Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά.