United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Νίκος, εξακολουθών να σιωπά εις την γωνίαν του, δεν ηθέλησε να γευθή τίποτε εκ των προσφερομένων. Μετ' ολίγα λεπτά εισήλθεν εις το δωμάτιον η Κυρία Σοφία. — Εάν αγαπάτε ν' αναπαυθήτε, είπεν, είναι έτοιμον το δωμάτιόν σας. Θα κακοπεράσετε αυτήν την νύκτα, αλλά να μας συμπαθήσετε. Αύριον τα οικονομούμεν καλλίτερα. — Σας εγγυώμαι, κυρία μου, απεκρίθην, ότι θα κοιμηθώμεν περίφημα.

Όστις γευθή άωρα οπωρικά, είτε σταφύλια είτε σύκα, πριν να φθάση ο καιρός του τρύγου, ο οποίος συμπίπτει με τον Αρκτούρον, είτε εις τα ιδικά του χωράφια είτε εις ξένα, ας πληρώνη ιερόν πρόστιμον εις τον Διόνυσον πενήντα δραχμάς, όταν κόπτη από τα ιδικά του, όταν δε κόπτη από τα γειτονικά, μίαν μναν, εάν δε από άλλα χωράφια, δύο τρίτα της μνας.

Διότι τότε αισθάνεται μόνον το πρώτον υγρόν, καθώς συμβαίνει όταν γευθή τις πρότερον ισχυρόν χυμόν και ύστερον γεύεται άλλον χυμόν, και καθώς συμβαίνει εις τους ασθενείς, εις τους οποίους πάντα φαίνονται πικρά, διότι αισθάνονται διά γλώσσης, ήτις είναι πλήρης εκ τοιαύτης πικράς υγρότητος.

Το δυστυχές ζώον προ πολλού δεν είχε γευθή χλωράς τροφής· αλλά λαβόν μοναστηριακήν ανατροφήν εγνώριζε να σέβεται τα άγια, δεινή δε συνεκροτείτο εν τη καρδία του πάλη μεταξύ πείνης και ευσεβείας.

Ο Λιάκος δοκιμάζει την πικρίαν του χωρισμού, προτού γευθή την γλυκύτητα της συζυγικής ευδαιμονίας του Έκτορος! Ο Κ. Πλατέας έκλεισε το βιβλίον και ηγέρθη εκ νέου. Μυρίαι σκέψεις τον εβασάνιζον, ενώ επεριπάτει από την τράπεζαν εις την κλίνην και από την κλίνην εις την τράπεζαν. — Διατί, ανεφώνησε, διατί να μη πιστεύσω τον Λιάκον ότι δεν εσκέφθη ποτέ να με νυμφεύση; Ανόητος εγώ να το υποθέσω!

Ώστε, είπα εγώ, και ο Ιπποκράτης ο ιατρός έχει τώρα την αξίωσιν να του προσφέρουν θυσίας και οργίζεται αν δεν γευθή την ωρισμένην εποχήν τέλεια σφάγια; Αλλ' έπρεπε ν' αρκήται εις μίαν νεκρικήν θυσίαν, εις μίαν σπονδήν υδρομέλιτος επί του τάφου του ή στέφανον επί της στήλης του τάφου του. Άκουσε κάτι τι, είπεν ο Ευκράτης, διά το οποίον έχω και μάρτυρας και το οποίον είδα προ πέντε ετών.

Αν εύρης άνθρωπον εσύ να στείλης το φαρμάκι, θέλω μονάχη μου εγώ να το προετοιμάσω, τέτοιο, που άμα το γευθή να τον αποκοιμήση. Αχ! πως αναγριόνομαι ν' ακούω τ’ όνομά του, και όμως να μη δύναμαι να πεταχθώ κοντά του, και όλην την αγάπην μου προς τον εξάδελφόν μου να του την δείξω... εις αυτόν που 'πήρε την ζωήν του! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ετοίμασέ το, κι' άνθρωπον θα εύρω να το δώση.

Κυριευθείς υπό πανικού ο άδικος δικαστής, υπείκων εις τον ενδόμυχον τρόμον του, εν γνώσει επρόδωκε το αθώον θύμα. Ο τοσάκις εκπορνεύσας την δικαιοσύνην, δεν ίσχυσε νυν να εκτελέση την μόνην δικαίαν πράξιν ην επεθύμει. Ο τοσάκις φονεύσας τον οίκτον, περιήλθε νυν εις απαγόρευσιν να γευθή την γλυκύτητα του οίκτου την οποίαν επόθει.

Μετά το λουκούμι και την μαστίχαν τα προσενεχθέντα εις τους επισκέπτας, εξ ων η Λελούδα δεν ημπόρεσε να γευθή τι, ο Φαναριώτης έβηξε, κ' έλαβε τον λόγον. — Λοιπόν, παπά μου, αν αγαπάς τώρα, φόρεσε το πετραχήλι, κι' άνοιξε το βιβλίο σου. Ο ιερεύς υπήκουσε μηχανικώς. Την στιγμήν εκείνην κατήλθε την σκάλαν της καμπίνας είς ναύτης, όστις ήτο εκ των κωπηλατών της βάρκας.

Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου και ητοιμάσθη να το γευθή.