United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοντά του στεκόταν ο Νίκος, το μελαχρινό και ανδρικό αγόρι.

Είχαν τώρα λέει λιγώτερη δουλειά στο μαγαζί, γιατί ο πλούσιος πούχτιζε ένα σπίτι παλάτι στου Μακρυγιάννη και που του σκάλιζε ο Νίκος τις δρύινες πόρτες για όλο το σπίτι και τους καρυδένιους ταμπλάδες της τραπεζαρίας, είχε γράψει στην Ευρώπη για ιδιαίτερη ξυλεία κι αργούσε νάρθη.

Κ' έτσι έλπιζε πάντα, άμα που θαρθή το καλοκαίρι ναλλάξουν τα πράματα. Κι όταν ο Νίκος την κύτταζε βαθιά με τα μεγάλα του τα μάτια σαν άνθη που ρωτούσανε, νόμιζε πως γι' αυτό τηνέ ρωτούσαν και χαμήλωνε τα δικά της και χλώμιαινε ακόμα περισσότερο από τη ντροπή της που δεν ήτον ακόμα γερή σαν πρώτα.

Δυστυχώς όμως ο Νίκος απέτυχεν εις τας εκλογάς και ο Σπύρος έμεινε πάλιν άνευ έργου, υπότροφος της αδελφής του.

Ας μην τους ταράξωμε την ευτυχία τους. Έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Αύριον θ' ανήκουν ο ένας εις τον άλλον. Έλα να κρυφθούμε. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο, με συγκινείς. Σου τορκίζομαι. ΦΛΕΡΗΣΈλα, έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Η Δώρα φαίνεται φοβισμένη και κοντοστέκεται πάντα κάθε λίγο. ΝΙΚΟΣΜη φοβάσαι αγάπη μου. Κανένας δεν είναι εδώ τέτοιαν ώραν . . . Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι, όχι.

Διά να τον καθυσηχάσω έσπευσα να προσθέσω ότι, και άνευ εμού, ο Νίκος θα περιέλθη την νήσον με τον Κ. Σπυράκην. Το ψυχρόν μειδίαμα του γέροντος δεν επρόδωσε την ενδόμυχον ευχαρίστησίν του. — Αλλ' όμως δεν θ' αναχωρήσετε απόψε, είπε. — Λυπούμαι, απεκρίθην, ότι δεν δυνάμεθα να σας ευχαριστήσωμεν ως προς τούτο. Πρέπει αφεύκτως να φύγωμεν.

Αισθάνθηκε τότες ο Νίκος πως δεν ήτον πια μονάχος στο σπίτι μ’ αυτόν το μυστηριώδικο εχθρό, την κρυφή αρρώστια που έτρωγε το κρέας της γυναίκας του κάτω απ’ το πετσί της και της έπινε το αίμα και τη νειότη της. Γύρισε η Βεργινία το κεφάλι της να τονέ χαιρετήση και φάνηκε το άσπρο των ματιών της σταχτερό, χωρίς λάμψη κ' η κόρη ξέχρωμη, σα νάταν η κόρη και τασπράδι ένα πράμα.

Ολομόναχο το κοριτσάκι, αλαλιασμένο απ’ το φόβο του θανάτου έστριβε τα χέρια του. . έπειτα πήγε και γονάτισε μπρος στο κρεββάτι και φιλούσε το χέρι της Βεργινίας που κρεμόταν απόξω ; Βεργινία μου ! αγάπη μου Βεργινία! εγώ είμαι, ο Νίκος σου! έτσι της φώναζε, θαρρώντας πως θα την ξυπνούσε η δύναμη του αγαπημένου της ονόματος, γιατί αισθανόταν πως αυτήν και πεθαμένη θα την ξύπναγε εκείνο τόνομα. . . Και ξανασηκώθηκε απάνω και της έσταξ' αιθέρα στο στόμα, καταπώς είδε να κάνη ο Νίκος. . της έρριξε νερά στο πρόσωπο τόσο που την καταμούσκεψε.

Και όμως αυτή τη στιγμή, που είμαι μελαγχολική, ο νους μου πετά σ' εσένα και θέλω να σου πω τόσα-τόσα πολλά.....Θα σου γράψω αργότερα ένα εκτεταμένο γράμμα. Πες μου όμως πρώτα πως δεν θα ζηλέψης αν σου ξεμολογηθώ πως. . . . ΝΙΚΟΣΔώρα . . . Αχ! Θεέ μου. Πώς ήρθατε εδώ κύριε Νίκο. Αν μας εύρουν μονάχους! Πώς τρέμω. Μη φοβάσαι, Δώρα. Δεν είναι κανένας να μας ιδή. Όλοι είναι κάτω στο καφενείο.

Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο ! σαν τη Βεργινία.