United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξαγριώθηκε μονομιάς ο Νίκος. Ο πόθος του νέου κοριτσιού, πούχε φουντώσει μέσα του, αρνιόταν της Βεργινίας την ύπαρξη κι αυτή βρισκόταν εδώ μπροστά του, ολοένα μπροστά του, ζωντανή και ξύπνια ολοένα, ολοένα μ’ άγρυπνη την πίκρα της που της είχ' έρθει απ’ αυτόν!. . κ' η πίκρα της αυτή περίχυνε με χολή το λαχταραστό λουλούδι της ψυχής του και το φαρμάκι στάλαζε απ’ τις ρίζες, μολύβι στην καρδιά του, θειάφι αναμμένο στα σωθικά του, που τον έπιανε λύσσα να σπαράξη τον εαυτό του αφού απ’ αυτόν ερχόταν το κακό που υπόφερνε· μα κ' εδώ πάλι αιτία ήτον αυτή, πούτον ολοένα ξύπνια και ζωντανή μπροστά του, που του σπάραζε το στήθος με την άγρυπνη της πίκρα τη σταλμένη απ’ αυτόν τον ίδιο Δεν κοιμάσαι! της κάνει με θυμό.

Ότε επλησιάσαμεν εις το Κάστρον, εξέφρασε τον φόβον, ότι η Κυρία Επαρχίνα θ' ανησυχή, και επρότεινε να διευθυνθώμεν κατ' ευθείαν εις το Επαρχείον. Φυσικώ τω λόγω, δεν αντετείναμεν εις τούτο ο Νίκος κ' εγώ, αλλά δεν μου διέφυγεν ο υποκεκρυμμένος σκοπός του Κου Μελέτη, θέλοντος να μας απομακρύνη της οικίας του.

Αυτά είναι πια τυχυρά . . . Τα μυρίστηκε ο Νίκος. Κι' αυτά ίσα-ίσα του άναψαν πάλι τον πόθο για τη Λιόλια. . και τις άφηνε να λεν και να φτειάγνουν οι Χαρζανοπουλίνες, μόνο και μόνο γιατί μ' αυτά κι αυτά πύρωνε μέσα του ο πόθος για τη Λιόλια.

Τo δισκάκι με την κούκλα το κρατούσε ο Περικλής ο κουμπάρος, μπροστά, και πίσω έρχονταν ο Νίκος με τη Λιόλια, η θεια Ελέγκω, η Κερά Γιώργαινα, ο Ντίνος κι άλλοι δυο φίλοι κ' ένα-δυο γειτόνισσες που δεν μπορούν ποτέ να λείψουνε σαν και το Μάρτη απ 'τη σαρακοστή· μα έλειπαν οι γλωσσοφαγάνες αυτήν τη φορά. Αν δεν έβλεπες το σταυρό και τον Παππά, δε θάλεγες πως ήτονε λείψανο.

Θλιβεραί αναμνήσεις επίεζον τον νουν του, εφαίνετο δ' ευρίσκων ανακούφισιν εις την προς ημάς διακοίνωσιν των στοχασμών του. Ωμίλει προς ημάς ως προς ειδότας. — Εδώ, εξηκολούθησεν, εδώ εις αυτόν τον κρημνόν έγεινε η φρικτή πάλη. «Ούτ' εγώ ούτ' εκείνος», είπεν ο Νίκος, ότε έμαθεν εξαίφνης την απόφασιν του πατρός του, ολίγας ημέρας αφού επανήλθεν ο Μίχος με το δίπλωμά του.

Το πράγμα δεν είχε σημασίαν, αλλ' εγνώριζα πόσον ο Νίκος ήτο προληπτικός, και συνδέσας το πάθημά του τούτο με τας πρώτας εντυπώσεις του, αφότου προσωρμίσθημεν εντός του αγρίου της νήσου λιμένος, και με την σιωπήν του καθ' όλην την διάρκειαν της αναβάσεως, ανελογιζόμην ότι δεν θα είναι ουδαμώς ευχαριστημένος ο εξάδελφός μου.

Τον καιρόν εκείνον οι νέοι πάσης τάξεως είξευραν τι θα πη «έρωτας». Έκαμναν πατινάδες συχνά, τας νύκτας, και μάλιστα όταν εξημέρωνεν εορτή, εις τας ωραίας του τόπου. Ο Γιάννης ο Καβούλης και ο Νίκος ο Μπελκαρής, ο πουργοτζής, περί ου ο λόγος, υπήρξαν ποτε αντερασταί.

Ήτονε μικροκαμωμένος ο Νίκος, ενώ η Βεργινία ήτον αψηλή και ξερακιανή απ’ ανέκαθε, με κάτι κοκκάλες στο πρόσωπο, με μαλλιά κοκκινωπά κι αριά, κ’ έτσι έδειχνε τουλάχιστο δέκα χρόνια πιο μεγάλη του, που δεν είχαν ούτε τρία χρόνια διαφορά: αυτός εικοσιδυό, κ’ εκείνη ήτον και δεν ήτον εικοσιπέντε.

Θα σ' έχω στην αγκαλιά μου. Θα πούμε τόσα πράματα. .. Δεν είπες πως έχεις να μου πης τόσα πράματα; ΔΩΡΑΝαι, Νίκο μου. Σαν είμαι μοναχή μου συλλογίζομαι τόσα πράματα να σου πω. Μα σαν είμαι μαζί σου δεν μπορώ πια να τα πω, δεν έχω το θάρρος. ΝΙΚΟΣΤώρα θα ιδής πως θα μου τα πης όλα. Κ' εγώ θα σου τα πω. Θα πούμε τόσα πράματα. Να ιδής, τι ωραία που θα είναι. Έλα, χρυσό μου. Έρχομαι.

Και ο Νίκος δε επέμεινε ν' αναβώμεν εις το Κάστρον, διατεινόμενος ότι δήθεν είχε ανάγκην να καλοκοιμηθή εις κλίνην ανθρωπινήν, ενώ βεβαίως μόνον και μόνον τας συστάσεις της μητρός μου είχε κατά νουν.