Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.
Ξέρει λέει πως εγώ είμαι φρόνιμη, μα ο κόσμος είναι κακός και αρχίζουνε να μιλούνε. ΝΙΚΟΣ — Δε βαρυέσαι, Εμείς θα βρούμε τρόπο. Θα ιδής.... Μην είσαι δειλή.... ΔΩΡΑ — Έτσι τα λέτε για να με παρηγορήσετε. ΝΙΚΟΣ — Πάλι πληθυντικό; ΔΩΡΑ — Μη θυμώσης. Δεν θα το ξαναπώ. Έπειτα σε λίγες μέρες θα φύγωμε. Εσείς θα με ξεχάσετε.... ΝΙΚΟΣ — Πάλι εσείς; ΔΩΡΑ — Όχι, μη θυμώνης. Να, τώρα πήρα θάρρος.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα απέξω ! Τρέχει η Λιόλια νανοίξη . . και γιομίζει από χαρτοπόλεμο και μπαίνει ο Νίκος σκασμένος στα γέλοια που έκαμε τη Λιόλια και τρόμαξε. Μύριζε ο Νίκος δυνατά κρασίλας. Έπειτα πήγε και στης Βεργινίας το κρεββάτι και την πασπάλισε κι αυτή με τα πολύχρωμα χαρτάκια. Έτσι φαινόταν ακόμα πιο κίτρινη, σα λείψανο μασκαρεμένο. —Μ' ηύρε στο δρόμο η θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος.
Καθόντουσαν τότε με τη θεια της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος έτυχε να περνάη μια μέρα με κάτι φίλους πούχαν τα σπίτια τους στη γειτονιά κ' είδε τη Βεργινία στην πόρτα. Από τότες περνούσε καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε γιατί τα μάτια του της είχαν κάνει μάγια.
Χαρές που θα κάνη η Κυρία Ουρανία!-να το δης που θε νάρθη μονάχη της να σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου, τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα !; Πάρ' το σαλάκι σου για το κεφάλι- δε θες καπέλλο. . .Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια, για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με το χώμα- «πάνε μόνες» τα λένε να τα βάλη στα πιάτα. . . Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . . Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ' έβγαλε κι ακκούμπησε τα κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρο πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι.
Μα ο Νίκος άκουγε κι άλλα δικά του μαζί μ'εκείνα που τούλεγε η Λιόλια. . κ' ήτον τόσο τρομερά απ'την πολλή τους γλύκα αυτά που άκουγε, τόσο αβάσταχτα, που πετάχτηκε απάνω ορθός- Πάμε, πάμε ! είπε, τινάζοντας τα ψίχουλα απ’ το πανωφόρι του.
Εκίνησα την κεφαλήν και την χείρα ως αν έλεγα· «Το γνωρίζω, και τούτο αρκεί.» — Αχ, κύριοι, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν ο Κ. Σπυράκης· εκείνο το οποίον ημπορώ να σας είπω είναι ότι ο Νίκος την ηγάπα περιπαθώς. Αλλ' εκράτει μυστικόν τον έρωτά του. Ούτε ο Κύριος Μελέτης τον ενόησεν ούτε ο πατήρ του.
Τα βιολιά που τσιρίζανε λούφαξαν. Ο χορός σταμάτησε Ο Νίκος τινάχτηκε απάνω κι ώρμησε μέσα στο σωρό να βρη τη Λιόλια.
Η θεια μπορεί να κάνη και χωρίς αυτήνα . . . Λαχάνιασε για να πη αυτά τα λίγα λόγια και τα μάτια της κύτταζαν τον Νίκο σαν να του ζητούσανε συγχώρηση. -Λιόλια τη λεν ; -είπε μοναχά ο Νίκος. Τι γλυκό που ακούστηκε τόνομ' αυτό απ’ το στόμα του και σα με μιαν απήχηση πίσω του τόσο που ξαφνίστηκε κι ο ίδιος... Τάσπρα μάτια. Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.
Όλη την ημέρα κάθεται στην κάμαρή της και φροντίζει για τη ψυχή της, προετοιμάζεται για καλόγρηα. ΝΙΚΟΣ — Αν ήξερα, κύριε Φλέρη, πως θα γίνω αφορμή να τη μαλλώσετε . . . ΦΛΕΡΗΣ — Κάνατε πολύ καλά. Ένα κορίτσι πρέπει νάνε κορίτσι. Έχει καιρό να φροντίση για τη σωτηρία της ψυχής της . . . ΜΙΣΤΡΑΣ — Διάβολε!. Πάει να πη, κοκκώνα μου, πως για τη ψυχή του κανένας φροντίζει μαζή με τη διαθήκη του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν