United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είναι και πολύ εύκολο να ιστορηθούνε με το νυ και με το σίγμα όλα τα εμπορικά και βιομηχανικά συστήματα των καιρών εκείνων. Είπαμε ό,τι μας έμεινε γνωστό για το μετάξι, που είταν και το πιο σημαντικό. Άλλος κλάδος πολύ σημαντικός κι αυτός είταν τα πιατικά, που ήξεραν και τάβγαζαν οι δικοί μας γυαλιστερά, κ' είτανε χρώμα μαύρο ή σκούρο.

Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος. — Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε; Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου, — Πού είνε εκείνος ο άλλος ; — Εδώ είνε. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι' εμέ.

Έπειτα έγραψε κάτι καινούργια φάρμακα : πρώτα ένα νερό κιτρινωπό σαν τσάι που θα γράφη απόξω στο μπουκάλι «Δακτυλίτις», να παίρνη δυο κουτάλια της σούπας, ένα το πρωί κ’ ένα το βράδυ, για τρεις μέρες το πολύ, κ' έπειτα από λίγες μέρες ξανά δεύτερο έν' άλλο που θάχη χρώμα σκούρο κόκκινο και θα λέη «Κολά», να βάζη από μισό κουταλάκι ή καμμιά εικοσαριά στάλες στο κρασί της-τρία δάχτυλα κρασί μαύρο κάθε φορά, όχι περισσότερο.

Ένα μικρό κομό βαμένο με σκούρο βερνίκι· είτανε μια φορά του Σβεν κ' είχε τη μικρή ιστορία του, γιατί πρωτήτερα είτανε του μπαμπά κ' είχε ανοιχτοκίτρινο χρώμα. Από τότε όμως, που το πήρε ο Σβεν, βάφηκε με το νέο χρώμα του. Τώρα στα τρία συρτάρια του κομού βρίσκονταν όλα τα πράματα που θυμίζανε το μικρόν και δεν έπρεπε να είναι σκορπισμένα.

Κοντά του πήδησε ένα κοριτσάκι δώδεκα, δεκατριών χρόνων μεστωμένο, σαρκωμένο, με κόκκινα μάγουλα, μ' όμορφη ίσια μύτη, με μεγάλα καστανά μάτια, με δυο πλεξίδες καστανές μισοτυλιγμένες σ' άσπρο μαντήλι, μ' ένα κοντό φορεματάκι σκούρο, μ' άσπρες κάλτσες και μαύρα χοντροκαμωμένα σκαρπίνια. Πέρασε μπροστά μας χωρίς να μας κοιτάξη, ψηλή κι ακατάδεχτη, περήφανη σα βασιλοπούλα, με πρόστυχη πόζα.

Χαρές που θα κάνη η Κυρία Ουρανία!-να το δης που θε νάρθη μονάχη της να σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου, τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα !; Πάρ' το σαλάκι σου για το κεφάλι- δε θες καπέλλο. . .Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια, για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με το χώμα- «πάνε μόνες» τα λένε να τα βάλη στα πιάτα. . . Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . . Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ' έβγαλε κι ακκούμπησε τα κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρο πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι.

Η σκιά ανέβαινε από την κοιλάδα διαγράφοντας έναν σκούρο κύκλο επάνω στις τριανταφυλλί πλαγιές της Ορτομπένε και έφτανε μέχρι τον ίδιο στο σοκάκι.

Του χαμογελούσε και φαίνονταν τα γερά της δόντια κάτω από το σκούρο, τριχωτό χείλος της. « Και η ντόνα Έστερ; Και η ντόνα Νοέμι;» «Η Έστερ πήγε στην εκκλησία, η Νοέμι σηκώνεται τώρα. Καλός ο καιρός, Έφις! Πώς πάει εκεί κάτω;» «Καλά, καλά, δόξα τω Θεώ, όλα καλάΑκόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά.

Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.