United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβαλε στη θέση του τον κουβά, έβγαλε ένα πετραδάκι από μια γλάστρα με βιόλες και μόλις μπήκε στην κουζίνα χαιρέτησε τον Έφις και τον ρώτησε εάν του είχαν φτιάξει καφέ. «Μου έφτιαξαν, μου έφτιαξαν, ντόνα Έστερ, κυρά μου

Κάθισαν στην κουζίνα αλλά ο αστός ετοίμαζε το δείπνο και ο Έφις δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά του. Όσο για τον Τζατσίντο, εκείνος αστειευόταν και γελούσε και δεν ενθάρρυνε τη συζήτηση. Μέσα από το παραθυράκι φαινόταν πάνω στους βράχους της Ορτομπένε ο Λυτρωτής μικρός σαν χελιδόνι, και από το περιβόλι ανέβαινε μια μυρωδιά από βιόλες που θύμιζε την αυλή εκεί κάτω των Πιντόρ.

Κατεβαίνει, πηγαίνει στο πηγάδι, ποτίζει τα λουλούδια και ενώ το γλυκό άρωμα από τις βιόλες ανακατεύεται με την αψιά μυρωδιά του φλόμου, τα πρώτα αστέρια ανεβαίνουν πάνω από το Βουνό. Η Λία πάει να καθίσει ψηλά στη σκάλα, με το χέρι στην τριχιά και τα μάτια καρφωμένα στο μισοσκόταδο. Η Νοέμι την θυμόταν πάντοτε έτσι, όπως την είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο.

Πήγε στο πηγάδι που έμοιαζε με νουράγκε σκαμμένο σε μια γωνιά της αυλής και ήταν προστατευμένο από έναν πέτρινο φράχτη που πάνω του άνθιζαν, μέσα σε παλιά σπασμένα λαγήνια, βιόλες και γιασεμιά. Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω, λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.

Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.

Κάτι μεγάλα και κόκκινα τριαντάφυλλα, κάποιες ωχρόδροσες μοσκιές και ρόδα απριλιάτικα, έζωναν τους τίμιους λαγόνες της, σαν ουράνιο τόξο. Κάτω οι μυρτιές και οι βιόλες και παρακάτω τα δαφνόκλαδα ψήλωναν και θέριευαν, λες και βρήκαν εκεί την αληθινή πατρίδα τους. Μα στο χλωμόδροσο πρόσωπό της κάθονταν ανάλαφρα ο πόνος κ' η θλίψη του χωρισμού. Για κείνη όχι· αλλά για κείνους που άφινε.