United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτος είχε δύο επαγγέλματα. Με τους τιμίους ήτο τίμιος, και με τον Σκούνταν ομότεχνός του. — Και έχεις εσύ σχέσεις εις την Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή; — Δεν το ειξεύρεις; απήντησεν ο Τρανταχτής ιλλωπίζων τους οφθαλμούς. Και ποίος είνε ο ανταποκριτής σου; — Ο Πάπας, είπεν απαθώς ο Τρανταχτής. Ο Σκούντας έβαλε πλατύν γέλωτα. — Διατί γελάς; — Διότι μ' εμπαίζεις, είπεν ο Σκούντας.

Και τώρα συ, που τους παληούς ανθρώπους τους εστεφάνωσες με τίμιους τρόπους, βάλε λοιπήν, όση αγαπάς, φωνή, ο λόγος σου ποιος είνε να φανή. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Για την παληά θα σας ειπώ εκείνη παιδεία, σαν η νειότη μου ανθούσε, όταν μιλούσα με δικαιοσύνη κι ο κόσμος φρονιμάδα την περνούσε.

Αγαπώ τα βιβλία, τα οποία συ δεν αγαπάς· αγαπώ την ποίησιν, την σκηνήν, τα αγγεία, τους τιμίους λίθους, έχω πόνους των νεφρών, τους οποίους συ δεν έχεις και τέλος έχω την Ευνίκην και συ ουδέν τοιούτον έχεις, θέλω να ζήσω μέχρι τελευτής του βίου μου φαιδρός και διασκεδάζων. Ενώ συ φαίνεται πώς θέλεις να αποστραφής από αυτά και . . . — Θα έλεγε κανείς ότι φοβείσαι μη γίνω χριστιανός;

Τι δεν μπορούσε να κάμη ένας νους που είναι καλός τρεις μέρες να τυραννιέται γράφοντας δυσκολοχώνευτους στίχους, πλέκοντας ανωφέλητα εγκώμια, ή κυνηγώντας τιποτένια ρουσφέτια, — τι δεν μπορούσε να κάμη αν ξεχνούσε τον εαυτό του, και θυμούνταν το ταλαίπωρο το έθνος που τίμιους κι αυταπάρνητους εργάτες με το λυχνάρι γυρεύει, κ' έναν δε βρίσκει!

Ξέρω 'γώ; Η αστυνομία. Έλα κουνήσου, φέρε τη δεκάρα! — Μα γιατί σ' εξώρισαν; — Πολλά λες. Κύλα τη δεκάρα, σου λέω. — Θέλω πρώτα να μου πης γιατί σ' εξώρισαν. — Γιατί θέλουν να διώξουν όλους τους τίμιους ανθρώπους από την Αθήνα και να μείνουν μόνον οι κλέφτες κ' οι μπαγαπόντιδες. θα δώσης τώρα τη δεκάρα ή να.... — Τι; — Έλα, μη μου βγάλης τη ψυχή για μια παλιοδεκάρα. — Δεν έχω δεκάρα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύπαγε, Έρως· στείλε του τους θησαυρούς του. Ύπαγε· μη κράτησης το παραμικρόν, σε διατάσσω. Γράψε εις αυτόν, — θα την υπογράψωεπιστολήν του αποχαιρετισμού λίαν ευγενή. Ειπέ ότι εύχομαι να μη δοθή ποτέ πλέον αφορμή ν' αλλάξη κύριον. Ω, η τύχη μου διέφθειρε και τους τιμίους, Σπεύσον! ο Αινόβαρβος! Στρατόπεδον τον Καίσαρος προ της Αλεξανδρείας. Σαλπίσματα.

»Μη πιστεύσης, σε εξορκίζω, ότι με ετάραξεν η δολοφονία της μητρός σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου, ότι ηγανάκτησα διά την πυρκαϊάν της Ρώμης, ότι εσκανδαλίσθην από την συνήθειαν, την οποίαν έχεις να εξαποστέλλης εις το Έρεβος όλους τους τιμίους ανθρώπους της αυτοκρατορίας σου . . . » Έ λοιπόν! Όχι, προσφιλέστατε έγγονε του Κρόνου!

Αφ' ετέρου ο Αλκιβιάδης ήλθεν εις συνεννοήσεις με τους μάλλον ισχυρούς εξ αυτών, διά να κηρύξουν ούτοι εις τους τιμίους ανθρώπους εκ μέρους του ότι, εάν ανεκαλείτο εις την πατρίδα του υπό το αριστοκρατικόν πολίτευμα και όχι υπό την μοχθηράν δημοκρατίαν, η οποία τον είχεν εξορίσει, υπέσχετο να τοις προμηθεύση την φιλίαν του Τισσαφέρνους και να συμμερισθή μετ' αυτών την εξουσίαν.