United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μάσιγγα δεν θα συνταξειδεύση; Θα μείνη εις Παρισίους; — Θα μείνη εις Παρισίους, εξηκολούθησεν εκείνος απαθώς, διά να εισέλθη οικόσιτος εις έν παρθεναγωγείον. Οικόσιτος εις έν... — Πώς, οικόσιτος! διέκοψα εγώ μετ' αγανακτήσεως, αλλ’ εκείνη δεν μου είπε τίποτε! — Δεν σας είπε τίποτε, εξηκολούθησεν ο κ. Π. ως εάν ήτο άψυχος λαλούσα μηχανή, διότι δεν το εγνωρίζει.

Αλλά και αύτη, προς μεγάλην μου έκπληξιν, πάσαν προσπάθειαν κατέβαλλεν, όπως αποσοβήση τον θάνατον· υπέθετα, κρίνων τούτο εκ του χαρακτήρος της, ότι ήθελεν υποδεχθή αυτόν απαθώς, αλλ' ηπατήθην.

Δεχθήτε απαθώς ό,τι έρχεται προς τιμωρίαν μας! τιμωρούμεν και ημείς αυτήν όταν φαινώμεθα ότι το υποφέρομεν αλύπως. — Σηκώσατέ με! Πολλάκις σας ωδήγησα· φέρετε μέ και σεις τώρα, αγαπητοί, μου φίλοι, και δεχθήτε όλοι τας ευχαριστίας μου. Τάφος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω ποτέ πλέον δεν θα εξέλθω απ' εδώ Χάρμιον. ΧΑΡΜΙΟΝ. Παρηγορήσου, αγαπητή κυρία.

Δεν δύναται κανείς, όσον και αν είνε άπιστος, ν' ακούη απαθώς να τον βεβαιώνουν με τοιαύτα επιχειρήματα περί του προσεχούς τέλους του κόσμου. Μετά την πρώτην συγκίνησιν ετόλμησα να παρατηρήσω προς τον γέροντα: — Αφού θα γίνη μετά τεσσάρας αιώνας, τι μας μέλει; Ας φροντίσουν εκείνοι που θα ζουν τότε. Μήπως εμείς θα ζούμε έως τότε;

Τον έλαβον λοιπόν κατά μέρος, και τω εξήγησα, πως ο ψυχρώς και απαθώς θεωρών ημάς Κιαμήλ, εφόνευσε μεν άλλοτε τον αδελφόν μου, νομίζων ότι εκδικείται τον φονέα του αδελφοποιτού του, εφόνευσε δε απόψε τον υπό της αστυνομίας ζητούμενον ένοχον ταχυδρόμον, ου την πραγματικήν παρουσίαν εξελάμβανεν, εν τη πλάνη του, ως δαιμονικήν εμφάνισιν προς καταδίωξίν του ερχομένην.

Δηλαδή φρονώ ότι ο Όμηρος παρέστησε καλλίτερον από όλους τους άνδρας οι οποίοι έφθασαν εις την Τροίαν τον Αχιλλέα, σοφώτερον δε τον Νέστορα, και πολυμηχανώτατον τον Οδυσσέα. Σωκράτης. Οϊμέ, Ιππία μου. Άραγε θα μου κάμης μίαν μικράν χάριν να μη με περιγελάς, εάν με δυσκολίαν εννοώ τα λεγόμενά σου και συχνά σε εξαναρωτώ; Σε παρακαλώ λοιπόν, προσπάθησε να μου απαντήσης μειλιχίως και απαθώς. Ιππίας.

Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία. — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως. — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . . — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . . — Με τα σαράντα; αδύνατον.

80. «Ουχί μόνον εγώ, ω Λακεδαιμόνιοι, έχω πείραν πολλών ήδη πολέμων, αλλά και τοιούτους βλέπω μεταξύ σας τους ομήλικάς μου· δεν θα μιμηθώμεν λοιπόν τους πολλούς των ανθρώπων οίτινες ένεκα απειρίας νομίζουν τον πόλεμον ωφέλιμον και ακίνδυνον. Τωόντι θέλετε εύρει ότι ο πόλεμος ούτος, περί ου σήμερον διασκέπτεσθε, θα είναι όχι μικράς σπουδαιότητος, εάν σκεφθήτε περί αυτού απαθώς.

Όταν όμως τους ερωτήσω πάλιν απαθώς, αν και ήκουσα όλα αυτά, τι είναι λοιπόν τέλος πάντων δίκαιον, καλέ μου φίλε, αφού αυτό είναι ορθόν; νομίζουν τότε πλέον ότι κάμνω υπερβολικάς ερωτήσεις και ότι παρά πολύ εξέρχομαι από τα όρια. Διότι λέγουν ότι αρκετάς πληροφορίας έλαβα, και διά να με χορτάσουν εντελώς, αρχίζουν να λέγουν ο καθείς τα ιδικά του και δεν συμφωνούν πλέον.

Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων• και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της.